του Γιάννη Τσιμπονίδη
Το νερό αποτελεί περίπου το 85-90% του νωπού βάρους του καρπού του ακτινιδίου. Επίσης, για την παραγωγή ενός κιλού ακτινιδίου χρησιμοποιούνται από το φυτό 500 λίτρα νερού κατά την διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου.
Είναι γνωστό ότι το φυτό μεταφέρει το νερό από τις ρίζες στα φύλλα, μέσω του αγγειακού συστήματός του ενώ, ένα πολύ μικρό ποσοστό το κρατάει η ακτινιδιά για τις βιολογικές της ανάγκες. Το υπόλοιπο νερό εξέρχεται με τη μορφή υδρατμών (νερό σε αέρια μορφή), από τα στομάτια που βρίσκονται στο κάτω μέρος των φύλλων της ακτινιδιάς (σημειωτέον ότι η πυκνότητα των στοματίων της ακτινιδιάς είναι από τις μεγαλύτερες που υπάρχουν σε φύλλα οπωροφόρων) και συντελούν σε με μια από τις βασικότερες λειτουργίες που ονομάζεται ΔΙΑΠΝΟΗ.
Έτσι οι υδρατμοί αυτοί που εκλύονται από τα φύλλα της ακτινιδιάς θα συσσωρεύονται στον ουρανό, μέχρι κάποια στιγμή που θα επιστρέψουνε στο έδαφος με τη μορφή βροχής, κι έτσι ουσιαστικά γίνεται ένας κύκλος που ονομάζεται «Υδρολογικός Κύκλος». Το ακτινίδιο είναι γνωστό ότι ζούσε στην φύση «αυτοφυές», πριν από χιλιάδες χρόνια δίπλα σε ποτάμια (ποταμός Γιαγκ Τσε Γιάνγκ), στις περιοχές της νότιας Κίνας όπου υπήρχανε πολλές και σύντομες βροχές, μία μέση θερμοκρασία περίπου 27 βαθμούς και μία υψηλή σχετική υγρασία να κυμαίνεται 70-90%. Οι ιδανικές αυτές συνθήκες ανάπτυξης, είναι «καταγεγραμμένες» στο γεννετικό υλικό (DNA) του φυτού αυτού και οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες είναι διαφορετικές όπως π.χ. της χώρας μας, ειδικά τα τελευταία χρόνια με την κλιματική αλλαγή καταπονεί το φυτό, του δημιουργεί μόνιμο «υδατικό» στρες, μειώνει την φωτοσύνθεση, και το φυτό δεν αναπτύσσεται σωστά καθώς, δεν παράγει ούτε την ιδανική ποσότητα καρπών, αλλά ούτε και το ιδανικό μέγεθος και ποιότητα.
Έτσι το ένα και μοναδικό «όπλο» που έχουμε για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα αυτό, δηλαδή ένα φυτό σαν το ακτινίδιο που θέλει στην ρίζα του να υπάρχει συγχρόνως ιδανική αναλογία νερού και αέρα (γιατί η ρίζα αναπνέει και χρειάζεται οξυγόνο), είναι η «ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΡΔΕΥΣΗ».
Ουσιαστικά, κανείς ακτινιδιοπαραγωγός δεν ξέρει πως πρέπει να ποτίσει την πλέον απαιτητική καλλιέργεια σε νερό γιατί εάν ποτίσει λίγο υπάρχει πρόβλημα έλλειψης νερού, εάν ποτίσει πολύ δεν θα υπάρχει χώρος για αέρα, αφού θα γεμίσουν με νερό οι πόροι του εδάφους, οπότε θα λείψει το οξυγόνο (δηλαδή δεν θα αναπνέει σωστά η ρίζα), με ότι αυτό συνεπάγεται και επιπλέον εκτός αυτού, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος προσβολής της ρίζας από παθογόνα που ευνοούνται από την υπερβολική άρδευση (π.χ. φυτόφθορα).
Ο κ. Έξαρχος μετά από μακροχρόνια ενασχόληση με το θέμα του νερού στο ακτινίδιο, προσφέρει γενικές και συνάμα πρακτικές οδηγίες για το θέμα αυτό:
- Ο καθένας πρέπει να γίνει «γνώστης» του πότε και πόσο θα ποτίζει στο κτήμα του. Πρέπει να ελέγχει με το χέρι, «δια της επαφής», πόσο βρεγμένο είναι το έδαφος δίπλα στο φυτό και σε βάθος 0-30 cm. Παράλληλα καλό θα ήταν να παρατηρεί την σπαργή των φύλλων, εάν δηλαδή τα φύλλα είναι «τεντωμένα» ή αντιθέτως είναι «κυρτά», δηλ. «καρουλιασμένα», που σημαίνει ότι χρειάζεται πότισμα.
- Η χρήση των υγρασιόμετρων πρέπει να γίνεται προσεκτικά… και να «καλιμπραριστεί» η κάθε ένδειξη (γιατί όλα τα εδάφη δεν είναι ίδια) από τους παραγωγούς, με βάση την προηγούμενη μεθοδολογία.
- Πρέπει να δίνεται η δέουσα σημασία στα …μπεκάκια, δηλαδή πως, πόσο και που ακριβώς πέφτει το νερό άρδευσης. Επίσης, η σταγόνα από το νερό που ρίχνουν τα μπεκάκια πρέπει να είναι «ψιλή» τύπου υδρονέφωσης, να πέφτει σιγά και ομοιόμορφα με μικρή ταχύτητα για να προλαβαίνει να «διηθείται» στο έδαφος. Αυτό διότι, σε περίπτωση που πέσει απότομα στο νερό δεν προλαβαίνει να διηθηθεί και κατά συνέπεια να συσσωρεύεται επιφανειακά και λόγω της βαρύτητας να «ρέει» στα χαμηλότερα σημεία και να δημιουργεί την γνωστή καταστροφική «Διάβρωση» με ότι αυτό συνεπάγεται.
- Είναι γνωστό ότι το 90% του ριζικού συστήματος του ακτινιδίου βρίσκεται περίπου σε απόσταση ένα μέτρο από τον «λαιμό» του φυτού και σε βάθος 70-90 cm (επιπολαιόριζο φυτό), οπότε αυτή είναι η επιφάνεια του εδάφους που πρέπει να ποτιστεί επιμελώς.
- Επίσης, η διαχείριση που πιστεύουν πολλοί ακτινιδιοπαραγωγοί, ότι πρέπει να ποτίζουν όλο το κτήμα και ειδικά τον «διάδρομο», είναι λανθασμένη. Με τον τρόπο αυτό «σπαταλάνε» το πολύτιμο νερό σε σημείο όπου δεν υπάρχει πολύ ριζικό σύστημα, και «πετάνε» στον διάδρομο, τα υδατοδιαλυτά λιπάσματα και τα «φυτοπροστατευτικά» προϊόντα που εφαρμόζονται με την άρδευση μέσω του υδρολιπαντήρα.
Επίσης, τονίζεται στους παραγωγούς ότι όταν ποτίζουν τον διάδρομο και στη συνέχεια χρησιμοποιούν το τρακτέρ με το οποίο και καταπατούν το «βρεγμένο» έδαφος, η ζημιά στην δομή (σύμφωνα με τις βασικές αρχές της Εδαφολογίας), είναι πολλαπλή και μόνιμη σε σχέση με το πάτημα ενός στεγνού εδάφους…
- Η συχνότητα ποτισμάτων μπορεί να είναι καθημερινή, ειδικά την περίοδο 20 Ιουνίου- 20 Αυγούστου και ίσως και δύο φορές την ημέρα εάν το απαιτεί το κτήμα!!!
Αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι τι ποσότητα ρίχνει το μπεκάκι;, που πέφτει το νερό; και πόση ώρα ποτίζουμε;
- Πολλές φορές, όταν το καλοκαίρι, ξαφνικά βλέπουμε κυρτά «καρουλιασμένα» φύλλα ή ακόμη και απότομη φυλλόπτωση, τότε επικρατεί ο «μύθος» ότι τo νερό δημιουργεί ξαφνικά «Φυτόφθορα». Η Φυτόφθορα δεν εμφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά και σε όλο το κτήμα. Έχει άλλη συμπτωματολογία και πρέπει να επιβεβαιωθεί… σε κάθε περίπτωση ωστόσο, δεν πρέπει να σταματά το πότισμα για κανένα λόγο το καλοκαίρι
- Αξίζει να σημειωθεί, ότι το πότισμα σε ένα κτήμα που είναι σε διαμόρφωση κρεβατίνας, σκιάζεται και έχει το δικό του μικροκλίμα, συνεπώς ποτίζεται διαφορετικά σε σχέση με ένα κτήμα που είναι ημικρεβατίνα και έχει έντονη εξάτμιση κατευθείαν από το έδαφος, «εξατμισοδιαπνοή».
- Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη επίσης, ότι το κάθε έδαφος είναι διαφορετικό, ως εκ τούτου αλλιώς ποτίζεται ένα ελαφρύ, αλλιώς ένα μεσαίο και αλλιώς ένα βαρύ.
- Η άρδευση με «σταγόνα» είναι ορθολογικός τρόπος, αλλά δεν προτείνεται για όλα τα εδάφη, όπως για παράδειγμα τα αμμώδη.
- Τα απότομα, μικρά και καμπυλωτά «σαμάρια» (αναχώματα), δυσχεραίνουν το σωστό πότισμα διότι το νερό που πέφτει δεν στέκεται πάνω στο σαμάρι, και λόγω της βαρύτητας «τσουλάει» (διάβρωση) και τελικά το νερό πάει στη μέση του χωραφιού, χωρίς να ποτίζεται σωστά το φυτό.
- Ισχύει και εδώ όπως και για τη λίπανση, ο χρυσός κανόνας, ποτίζουμε πολλές φορές και από λίγο…
Στη φωτογραφία βλέπετε τον κ. Έξαρχο με το γνωστό αμπελουργό από τον Διόνυσο Βοιωτίας, Κουτή Σεραφείμ, που τα τελευταία χρόνια τόλμησε με την ακτινιδιά σε μια «νέα» περιοχή για την καλλιέργεια πετυχαίνοντας θεαματικά αποτελέσματα (μέση απόδοση 5 τόνους/στρέμμα). Ο συγκεκριμένος παραγωγός ακολουθεί κατά γράμμα τις οδηγίες του κ. Έξαρχου. Συμπερασματικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι το ακτινίδιο λόγω της υποτροπικής του καταγωγής διαφοροποιείται από όλα τα οπωροφόρα δέντρα της χώρας μας και με βάση τις πρόσφατες κλιματολογικές συνθήκες η άρδευση του είναι από μόνη της μία ολόκληρη επιστήμη.