Η ασθένεια, προσβάλλει όλα σχεδόν τα καλλιεργούμενα πυρηνόκαρπα προκαλώντας μείωση της παραγωγής και εξασθένηση των δέντρων. Το παθογόνο διαχειμάζει σε μουμιοποιημένους καρπούς πάνω στο δένδρο καθώς και σε έλκη προσβεβλημένων κλάδων. Οι αρχικές μολύνσεις εντοπίζονται στα άνθη, τα οποία ξηραίνονται και νεκρώνονται. Στη συνέχεια εξαπλώνεται σε φύλλα και κλαδίσκους προκαλώντας ξήρανση. Η ασθένεια ευνοείται από υγρό και βροχερό καιρό και μπορεί να μεταδοθεί μέσω του ανέμου σε μεγάλες αποστάσεις. Η μόλυνση των καρπών συνήθως γίνεται από τις πληγές. Εμφανίζεται μια μικρή κυκλική κηλίδα που γρήγορα επεκτείνεται και καλύπτει μεγάλο μέρος του καρπού ή ακόμα και ολόκληρο τον καρπό. Σε συνθήκες υψηλής υγρασίας οι καρποί σαπίζουν και συνήθως πέφτουν στο έδαφος. Σε πιο ξηροθερμικές συνθήκες οι καρποί συρρικνώνονται, μουμιοποιούνται και παραμένουν πάνω στα δέντρα.
Για την αντιμετώπιση της μονίλιας συνιστώνται τρείς ψεκασμοί:
• κατά τη «λευκή κορυφή»,
• κατά την πλήρη άνθιση
• κατά την πτώση των πετάλων.
Επισημαίνεται η αναγκαιότητα εναλλαγής των φυτοπροστατευτικών προϊόντων από διαφορετικές χημικές ομάδες ώστε να αποφεύγεται η ανάπτυξη ανθεκτικότητας του μύκητα. Για να είναι πιο αποτελεσματική η καταπολέμηση της ασθένειας θα πρέπει οι ψεκασμοί να γίνονται συνολικά από όλους τους καλλιεργητές επειδή τα σπόρια του μύκητα μπορεί να μεταδοθούν μέσω του ανέμου σε μεγάλες αποστάσεις. Οι ψεκασμοί για τη μονίλια μπορεί συνδυαστικά να συμβάλλουν στην καταπολέμηση και άλλων ασθενειών όπως ο εξώασκος, το κορύνεο και η σκωρίαση. Οι ψεκασμοί δεν επηρεάζονται από τις συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας που θα επικρατήσουν παρά μόνο από την τυχόν βροχόπτωση.
Προληπτικά μέτρα η αφαίρεση και απομάκρυνση μετά το κλάδεμα, των προσβεβλημένων κλαδίσκων και κλάδων για τον περιορισμό της προσβολής.
Δείτε αναλυτικά τη Γεωργική Προειδοποίηση εδώ.