του Γιάννη Τσιμπονίδη
Οι νηματώδεις είναι μικροσκοπικοί οργανισμοί (σαν σκουληκάκια) που ζούνε στο έδαφος, «παρασιτούν» την ρίζα του Ακτινίδιου με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσεται καλά το ριζικό σύστημα του φυτού και παράλληλα «κλέβουν» από το φυτό τα πολύτιμα ζωτικά αγαθά όπως είναι το νερό και τα θρεπτικά συστατικά.
Οι Νεοζηλανδοί λένε ότι όταν έχουμε μικροκαρπία, μικροφυλλία, όχι καλά ανεπτυγμένους βραχίονες, φύλλα που χάνουν την “σπαργή” και το φυτό είναι υποτονικό τότε μία από τις βασικότερες αιτίες είναι οι νηματώδεις. Οι νηματώδεις που προσβάλουν το ακτινίδιο ανήκουν στο γένος Meloidogyne (σημειωτέον ότι στην φύση υπάρχουν 25000 !!! γνωστά είδη νηματώδεις που προσβάλουν όλους τους έμβιους οργανισμούς), ονομάζονται και Κομβονηματώδεις διότι στην προσβεβλημένη ρίζα βλέπουμε κόμβους.
Σύμφωνα με τον κ. Έξαρχο το 85 % των κτημάτων έχουν μικρή ή μεγάλη προσβολή αλλά το φυτό δεν πεθαίνει, συμβιώνει με το πρόβλημα, με ότι όμως αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα και την ποσότητα των καρπών της ακτινιδιάς. Η επιβεβαίωση της ύπαρξής τους στο κτήμα που ελέγχουμε είναι σχετικά εύκολη μιας και οι κόμβοι φαίνονται δια γυμνού οφθαλμού. Βέβαια όμως εδώ υπάρχει ένα κλασικό λάθος, όπου πολλοί γεωπόνοι ή παραγωγοί, βλέπουν ένα ή δύο φυτά μόνο, πρόχειρα και βιαστικά και σε περίπτωση που δεν βρούνε σε αυτά λένε ότι δεν υπάρχουν. Έτσι οι παραγωγοί εφησυχάζονται ότι δεν υπάρχουνε στο κτήμα τους, με αποτέλεσμα να μην κάνουν καμία «φυτοπροστατευτική» επέμβαση και οι νηματώδεις σταδιακά δημιουργεί σοβαρή «βιοτική» καταπόνηση στο φυτό και σε μερικές περιπτώσεις μη αναστρέψιμη.
Σύμφωνα με τον κ. Έξαρχο η διαδικασία της «Επισκόπησης» σε ένα κτήμα για νηματώδεις πρέπει να γίνεται επιμελώς. Σε περίπτωση που βρεθούν τα παράσιτα από τα πρώτα φυτά το κτήμα θεωρείται προσβεβλημένο. Σε αντίθετη περίπτωση η επισκόπηση πρέπει να συνεχιστεί για τουλάχιστον 20 διαφορετικά φυτά για να διαπιστωθεί ότι ο παραγωγός δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα.
Ολική αντιμετώπιση του προβλήματος δυστυχώς δεν υπάρχει, οι νηματώδεις δεν φεύγουν ποτέ από το κτήμα. Έτσι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε αλλά όμως πολύ σημαντικό μέσω επεμβάσεων, να μειώσουμε τον πληθυσμό ώστε οι αρνητικές επιπτώσεις της ύπαρξής τους να ελαχιστοποιηθούν.
Τρόποι αντιμετώπισης:
1) Χημική αντιμετώπιση στο προανθικό στάδιο (την περίοδο αυτή δηλαδή 1-10 Μαΐου) και εφόσον η θερμοκρασία του εδάφους είναι η κατάλληλη με τη μια και μοναδική ουσία που έχει έγκριση για το ακτινίδιο. Συνήθη δόση εφαρμογής του προαναφερθέντος σκευάσματος ανάλογα με την προσβολή από 0,5 – 1 λίτρο/στρέμμα.
2) Βιολογική αντιμετώπιση με ωφέλιμους μικροοργανισμούς (κυρίως βακτήρια, μύκητες), που προσβάλουν τον νηματώδη, αλλά πρέπει εάν γίνει η επέμβαση αυτή να είναι συμπληρματική της χημικής.
3) Εφαρμογή οργανικής ουσίας που ως γνωστόν περιέχει ουσίες που ευνοούν τους ωφέλιμους μικροοργανισμούς στο έδαφος που ανταγωνίζονται τους νηματώδεις.
4) Καλή θρέψη και άρδευση ώστε το ακτινίδιο να έχει στην διάθεσή του με το παραπάνω τα πολύτιμα αυτά ζωτικά στοιχεία, τα οποία όπως προαναφέραμε «απομυζούν» οι νηματώδεις μέσω του ριζικού συστήματος απ το φυτό.
5) Εφαρμογή σκευασμάτων και επεμβάσεων τα οποία ευνοούν την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος π.χ. μυκόριζες, τύρφη , χουμικά οξέα κ.α.
6) Όταν φυτεύουμε τα νεαρά ακτινίδια προσέχουμε να προμηθευόμαστε από τα φυτώρια υγιή φυτά απαλλαγμένα από νηματώδεις.
Τέλος και πολύ σημαντικό, είναι η εφαρμογή του εγκεκριμένου χημικού σκευάσματος να γίνει σωστά διότι έχει υψηλό κόστος και η έγκρισή του για το ακτινίδιο είναι μία και μόνο φορά τον χρόνο, λίγες ημέρες πριν την άνθηση. Πρέπει η εφαρμογή να γίνει υποχρεωτικά με υδρολιπαντήρα και όχι με βυτίο και μάνικα, διότι το χημικό σκεύασμα αυτό είναι επικίνδυνο για την υγεία του χρήστη.
Ο κ. Έξαρχος έχει μελετήσει διεξοδικά το θέμα και κατέληξε σε ένα «νέο» τρόπο εφαρμογής-δόσης, πάντα με υδρολιπαντήρα στον οποίο η απώλεια του σκευάσματος είναι η λιγότερη δυνατή. Σημαντικό εάν σκεφτούμε ότι σύμφωνα με τον ίδιο η πλειοψηφία των παραγωγών “πετάνε” το 50% του σκευάσματος αυτού λόγω λάθους χρόνου, δόσης και τρόπου εφαρμογής.