Site icon Fresher

Ζespri, Jingold, Kikoka η τρίλιζα των μεγάλων club με φυτείες ακτινιδίων στη χώρα μας

του Λεωνίδα Λιάμη

Τα ελληνικά σχέδια του νεοζηλανδικού κολοσσού εμπορίας ακτινιδίων επιβεβαίωσε η Flavia Succi, επικεφαλής του ευρωπαϊκού βραχίονα της Zespri, στο πλαίσιο ενημερωτικής εκδήλωσης για το κίτρινο ακτινίδιο, που οργανώθηκε στη φετινή έκθεση φρέσκων φρούτων και λαχανικών «Freskon», στη Θεσσαλονίκη.

Ξεφυλλίστε και κατεβάστε σε υψηλή ανάλυση το Fresher Απριλίου 2025

Ενώπιων πολυπληθούς ακροατηρίου -ενδεικτικό και του πολύ ζωηρού ενδιαφέροντος που υπάρχει για την καλλιέργεια- από όλη την αλυσίδα αξίας του ακτινιδίου στην Ελλάδα, η κ. Succi απαντώντας σε ερώτημα της Agrenda αποκάλυψε πως σε πρώτη φάση έχει εγκριθεί η ανάπτυξη 700 στρεμμάτων με την πατενταρισμένη ποικιλία Sun Gold και αυτό θα γίνει μέσω τριών βασικών προμηθευτών, με τους οποίους έχει δώσει τα χέρια ήδη η Zespri και οι οποίοι θα κάνουν συμβάσεις με παραγωγούς.

«Οι φυτεύσεις θα ολοκληρωθούν έως τον Ιούνιο του 2026, ενώ η πρώτη παραγωγή αναμένεται σε δύο – τρία χρόνια, είτε από την καλλιεργητική σεζόν του 2027, είτε από εκείνη του 2028», ανέφερε η εκπρόσωπος της Zespri, διευκρινίζοντας πως «η απόφαση να ξεπαγώσει το πλάνο για την απόκτηση παραγωγικής παρουσίας στην Ελλάδα λήφθηκε τον Οκτώβριο του 2024 και εντάσσεται σε ένα εξαετές σχέδιο ανάπτυξης της ποικιλίας Sun Gold στο Βόρειο Ημισφαίριο σε έκταση 25.000 στρεμμάτων».

Νωρίτερα η κ. Succi είχε αναφέρει ότι εκτός από την Ελλάδα, φυτείες με την κιτρινόσαρκη πατενταρισμένη ποικιλία της θα αναπτυχθούν, μέσω του 6ετούς σχεδίου και σε άλλες χώρες του βορείου ημισφαιρίου, όπως η Ιαπωνία, η Κορέα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία, στις οποίες ήδη η Zespri διατηρεί παραγωγική δραστηριότητα με τη Sun Gold.

Περισσότερη δουλειά από τα πράσινα, μόνο για επαγγελματίες

 Διευκρίνισε μάλιστα πως για τις επόμενες φάσεις ανάπτυξης του project το Δ.Σ. της Zespri συνειδητά δεν έχει λάβει ακόμη αποφάσεις, διότι θέλει να δει πως θα εξελιχθεί. «Επειδή πρόκειται μια πολύ απαιτητική καλλιέργεια, με αυστηρούς όρους ως προς τον τρόπου με τον οποίο θα ασκείται, στον οποίο θα μπορέσουν να ανταποκριθούν μόνο όσοι είναι επαγγελματίες και πρόθυμοι να δαπανήσουν περισσότερα κεφάλαια και περισσότερο χρόνο στο χωράφι από ό,τι στις πράσινες ποικιλίες, πρώτα θέλουμε να δούμε πως θα εξελιχθεί η πρώτη φάση και αναλόγως θα αποφασίσουμε τί επιπλέον εκτάσεις θα δοθούν στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες του βορείου ημισφαιρίου», μας εξήγησε η κ. Succi.

Σε σχέση με τα δικαιώματα, που ακολουθούν την ποικιλία, αυτά θα αφορούν σε ένα ad hoc ποσό που θα πληρώσει ο συνεργαζόμενος παραγωγός αγοράζοντας τα φυτά, τα οποία, σύμφωνα με πληροφορίες της Agrenda θα αναλάβει να αναπτύξει η Vitro Hellas. Για το συνολικό κόστος εγκατάστασης -πολλαπλασιαστικό υλικό, υποδομές στήριξης, διχτυοκήπιο, σύστημα άρδευσης κλπ- υπολογίζεται ότι θα απαιτηθεί ένα ποσό από 3.500 έως 5.000 ευρώ το στρέμμα. Στην Ιταλία αντίστοιχα που υπάρχει ήδη εμπειρία, η επένδυση ανά στρέμμα, για την ποικιλία Sun Gold, κυμαίνεται από 5.000 έως 7.000 ευρώ το στρέμμα.

Δοκιμές από το 2018 στην Ελλάδα

 «Αποφασίσαμε να έρθουμε και στην Ελλάδα γιατί θέλουμε να έχουμε ως εταιρεία τη δυνατότητα να προμηθεύουμε το καταναλωτικό κοινό σε όλες τις αγορές που έχουμε παρουσία με κίτρινα ακτινίδια -εάν είναι δυνατό- και τους 12 μήνες το χρόνο, κάτι που είναι πιο εύκολο με τις πράσινε ποικιλίες», εξήγησε η κ. Succi.

Αποκάλυψε ακόμη ότι στη χώρα μας η Zespri έχει ξεκινήσει τις πρώτες δοκιμές από το 2018 με την ανάπτυξη ενός δικτύου 5 συνεργαζόμενων παραγωγών που ανέλαβαν να τρέξουν το project, από περιοχές όπως η Κατερίνη, η Άρτα, η Καβάλα και το Αγρίνιο. «Έχουμε ήδη παραγωγή και κυρίως συλλέξαμε -με τη βοήθεια και τριών μετεωρολογικών σταθμών που έχουμε στήσει από το 2020- πάρα πολλά δεδομένα για τα φυτά και τους καρπούς και για να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε κατάλληλους χειρισμούς στη συγκομιδή και κυρίως τη μετασσυλεκτική διαχείριση, ένας τομέας στον οποίο υπάρχει μεγάλο κενό γνώσης στην Ελλάδα», τόνισε η ομιλήτρια.

Για την ποικιλία Sun Gold, δε, σημείωσε πως τα δικαιώματά της ανήκουν στη Zespri, έχει καλή αντοχή στο βακτηριακό έλκος και στη Moria, καλή στρεμματική απόδοση στο περιβόλι, ικανοποιητικό μέγεθος καρπού, με εύκολη διαχείριση στην αποθήκευση, αλλά και ευαισθησία σε κηλίδες κατά τη συλλογή και τη συσκευασία.

Όσον αφορά, τέλος, στους στόχους της Zespri για τα επόμενα χρόνια, η επικεφαλής του club στην Ευρώπη σημείωσε πως τρεις είναι οι κύριοι πυλώνες της στρατηγικής της. Α) να αυξηθεί η ζήτηση. Γίνεται δουλειά πολύ ώστε να υπάρχει προσφορά κίτρινης ποικιλίας και να μπορεί ο καταναλωτής να τη βρίσκει εύκολα και όλες τις εποχές. Β) να ανέβει η αξία του προϊόντος προς όφελος των παραγωγών και αλλά και όσων άλλων συμμετέχουν στην αλυσίδα αξίας του, αξιοποιώντας το ισχυρό brand που έχει χτίσει η Zespri, αλλά και την ποιότητα του προϊόντος και Γ) να γίνεται ολοένα και περισσότερο αποδοτική και αποδοτική στη λειτουργία της.

Με κάθετη δομή και περίπου 3.000 στρέμματα η Jingold

 Την παρουσία της Jingold στην Ελλάδα, η οποία διαθέτει τα τελευταία 5 χρόνια και γραφείο στη Θεσσαλονίκη, περιέγραψε στην εκδήλωση ο τεχνικός διευθυντής της Jingold Hellas, Αθανάσιος Πισαλίδης. Σύμφωνα με τον ομιλητή το ιταλικό club έχει στο portfolio και προσφέρει πράσινες και κίτρινες ποικιλίες ακτινιδίου και στην Ελλάδα συνεργάζεται, ήδη, με πάνω από 120 παραγωγούς, οι οποίοι καλλιεργούν περί τα 3.000 στρ.

«Σε όλο τον κόσμο διατηρούμε πάνω από 2.000 φυτείες και στόχος μας είναι στα επόμενα 5 χρόνια να αναπτυχθούμε περαιτέρω», επισήμανε ο κ. Πισαλίδης, αποφεύγοντας να προσδιορίσει τί θα σημάνει αυτό και για την ελληνική παρουσία της Jingold, καθώς «η ανάπτυξή μας δεν γίνεται άναρχα, αλλά μόνο εφόσον υπάρχει η απαιτούμενη ζήτηση, για να απορροφηθεί η παραγωγή». Ήδη πάντως στα χρόνια που λειτουργεί η Jingold η παραγωγή της από τους 2.000 τόνους το 2008, έφτασε το 2023 στους 26.000 τόνους.

Για την κιτρινόσαρκη ποικιλία που αναπτύσσει και στην Ελλάδα η Jingold ο τεχνικός διευθυντής της ελληνικής θυγατρικής εταιρείας είπε πως είναι με δικαιώματα, έχει χαμηλές ανάγκες σε ώρες ψύχους (σ. σ. 350-400), υψηλό ποσοστό έκπτυξης οφθαλμών (80%-90%), γεγονός που μεταφράζεται σε υψηλή παραγωγικότητα, μέσο μέγεθος καρπού άνω των 100 γραμμαρίων και 6 μήνες συντηρησιμότητα στο ψυγείο.

Με δύο κίτρινες ποικιλίες στην Ελλάδα και η Kikoka

 Για τεράστιες εμπορικές δυνατότητες του ακτινιδίου έκανε λόγο από την πλευρά του ο Fabio Zanesco, διευθύνων σύμβουλος της Kikoka, ενός ακόμη club που έχει επεκτείνει την παρουσία του στην Ελλάδα, λέγοντας ότι το μερίδιό του στην παγκόσμια κατανάλωση φρούτων είναι μόλις στο 1% κι ένα μεγάλο ποσοστό των καταναλωτών δεν το γνωρίζει.

Εστιάζοντας στις κίτρινες ποικιλίες που έχει πατεντάρει η Kikoka ο κ. Zanesco είπε ότι υπάρχει μια πρώιμη ποικιλία με τον κωδικό AC 497076, με καλό σχήμα, μέγεθος και χρώμα, με δυνατότητα αποθήκευσης έως 90 ημέρες, η οποία έχει καλλιεργηθεί στην Ελλάδα, στην περιοχή της Κατερίνης και μάλιστα η πρώτη παραγωγή που αξιοποιείται εμπορικά είναι αυτή του 2024. Η δεύτερη ποικιλία φέρει τον κωδικό AC 501022, είναι πιο όψιμη, με 6 μήνες δυνατότητα αποθήκευσης και αυτή την περίοδο ολοκληρώνεται η πώλησή της. «Έχει υπέροχο κίτρινο χρώμα, το βασικό της πλεονέκτημα όμως είναι η μακρά περίοδος αποθήκευσης. Επίσης δεν παρουσιάζει σχισίματα ή καρπόπτωση, η παραγωγικότητά της είναι υψηλή, ο μέσος όρος του καρπού πάνω από 100 γραμμάρια, τα δέντρα είναι μεγάλα και δυνατός ο μίσχος», σημείωσε ο κ. Zanesco, προσθέτοντας πως και οι δύο είναι επίσης ανθεκτικές στο βακτηριακό έλκος και στη Moria.

Ο Ιταλός manager της Kikoka, πάντως, όπως και οι δύο συνομιλητές του έσπευσε να τονίσει πως «οι κίτρινες ποικιλίες χρειάζονται περισσότερη και πιο σκληρή δουλειά από τις πράσινες, οι απαιτήσεις ως προς την ποιότητα, που θέτουν οι αγορές και οι καταναλωτές υψηλές, οπότε θα πρέπει ο παραγωγός να είναι επαγγελματίας και προσηλωμένος σε αυτό που κάνει, αλλά από την άλλην φέρνουν και καλύτερα έσοδα».

Στο project της Kikoka συμμετέχουν το πανεπιστήμιο του Ούντινε στην Ιταλία, όπου και αναπτύχθηκαν οι ποικιλίες, η New Kiwi Plant (σ. σ. σε αυτή εταίροι είναι η Ελληνική «ΦΥΤΟΤΕΧΝΙΚΗ – Αφοί Ξυλογιάννη», η Ιταλική VITROPLANT, η Tuttofrutta Quaranta, η Zeoli Fruit και η ελληνική ZEUS KIWI ΑΕ από την Καρίτσα Πιερίας) και η Rivoira.

Μέχρι τώρα μέσω της Kikoka έχουν δοθεί άδειες για 800 εκτάρια στις ΗΠΑ, 2050 εκτάρια στην Ευρώπη, 200 εκτάρια στη Νότιο Αμερική, 50 εκτάρια στην Αυστραλία, ενώ η ανάπτυξη, όπως και στα προηγούμενα club, γίνεται με κλειστές συμβάσεις συνεργασίας, που υπογράφονται με βασικούς προμηθευτές και εκείνοι με τη σειρά τους με παραγωγούς.

 

Exit mobile version