Site icon Fresher

Σε παγκόσμιο ηγέτη στην αγορά ακτινιδίων εξελίσσεται η Ελλάδα

Το προβάδισµα βέβαια, σε ό,τι αφορά στο εξωτικό φρούτο, το κατέχει η ποικιλία «Hayward», η οποία έχει βάλει, ήδη, τις βάσεις να εξελιχθεί σε παγκόσµιο «πρωταθλητή», αρκεί, βέβαια, η χώρα µας να αποφύγει τα λάθη της Ιταλίας, σε σχέση µε το επικίνδυνο βακτήριο PSI και τη Μορία και να προσεχθεί ιδιαίτερα και το θέµα της άρδευσης, γιατί, όπως λένε οι ειδικοί, στο ακτινίδιο αρέσει το νερό, αλλά δεν ξέρει να κολυµπάει.

Πολύ σηµαντικά, επίσης, για να µην κλονιστεί το οικοδόµηµα, κρίνονται το να βελτιωθεί ακόµη περισσότερο η ποιότητα της παραγωγής, ώστε να µπορεί να διεκδικεί το προϊόν καλύτερες τιµές στις διεθνείς αγορές και ταυτόχρονα να στηθούν και νέες υποδοµές σε ψυκτικούς θαλάµους αποθήκευσης για την καλύτερη εµπορική διαχείριση των αποθεµάτων.

Σε αυτό το θεµατικό «µοτίβο» κινήθηκε, λίγο – πολύ, η εσπερίδα µε τίτλο «Προοπτικές και κίνδυνοι στην καλλιέργεια της ακτινιδιάς», που πραγµατοποιήθηκε το απόγευµα της Τετάρτης 12 Ιουνίου στη Βέροια, µε πρωτοβουλία της γεωπονικής σύµπραξης «Agro Q» και συµµετοχή ενδιαφερόµενων και εµπλεκόµενων µε την καλλιέργεια του φρούτου.

Η Ελλάδα στην ιδανική ζώνη για την καλλιέργεια της ακτινιδιάς

Μιλώντας για το ακτινίδιο στον κόσµο και τη θέση της Ελλάδας στην καλλιέργεια, ο διευθυντής του Εργαστηρίου ∆ενδροκοµίας του ΑΠΘ, καθηγητής Αθανάσιος Μολασιώτης υποστήριξε, χωρίς περιστροφές, πως η χώρας µας βρίσκεται στην ιδανική ζώνη για το προϊόν.

«Στο ερώτηµα αν η Ελλάδα θα πρέπει να καλλιεργεί ακτινίδια, νοµίζω ότι η απάντηση είναι ξεκάθαρα ναι και αυτό το καταλαβαίνουµε από τα χαρακτηριστικά του δέντρου. Η ακτινιδιά απαιτεί αρκετές ώρες ψύχους, αλλά ταυτόχρονα είναι ευαίσθητη στον παγετό. Αυτό το χαρακτηριστικό µπορεί να ικανοποιηθεί µόνο σε συγκεκριµένες γεωγραφικές ζώνες στο Βόρειο και το Νότιο ηµισφαίριο, στις οποίες περιλαµβάνεται η Ελλάδα και ένα κοµµάτι της Ιταλίας», τόνισε ο καθηγητής.

Λαµβάνοντας, εξάλλου, υπόψη το γεγονός ότι οι εκτάσεις στη χώρα µας µε ακτινίδια είναι ήδη µεγάλες και κάθε χρόνο µπαίνουν και καινούρια κτήµατα, ενώ και η τεχνογνωσία που έχει αναπτυχθεί στην καλλιέργεια είναι υψηλού επιπέδου, ο κ. Μολασιώτης εξέφρασε την εκτίµηση πως η Ελλάδα µπορεί να αποτελέσει παγκόσµιο leader, καθώς συν τοις άλλοις, χώρες όπως η Ισπανία που είναι παραδοσιακά µια ισχυρή δενδροκοµική δύναµη, δεν έχει µπει δυναµικά στην καλλιέργεια του ακτινιδίου.

«Άρα, ουσιαστικά, στη δική µας ζώνη ακτινίδιο παράγουµε εµείς και η Ιταλία, στην οποία τα τελευταία χρόνια η παραγωγή έχει µειωθεί στο 1/3, λόγω των προβληµάτων µε το βακτήριο και τη Μορία», τόνισε και συµπλήρωσε ότι «τα τελευταία χρόνια έχουµε τεράστια αύξηση της παραγωγής στην Ελλάδα κι αν εξαιρέσουµε την Κίνα, η οποία προφανώς είναι ο µεγάλος πρωταγωνιστής στην καλλιέργεια παγκοσµίως, αλλά δεν παίζει ρόλο στις εξαγωγές και στο παγκόσµιο εµπόριο, µένει µόνο η Νέα Ζηλανδία από το νότιο ηµισφαίριο, στην οποία υποχωρεί πολύ το πράσινο ακτινίδιο, το οποίο έχει περιοριστεί στο 32% της καλλιέργειας, ενώ το 68% αντιπροσωπεύει κίτρινες ποικιλίες».

Μάλιστα ο καθηγητής εκτίµησε πως µελλοντικά το πράσινο ακτινίδιο θα µείνει κυρίαρχο στην ελληνική επικράτεια, µε εξαίρεση ίσως τη νότιο Ελλάδα κι αυτό γιατί στις συγκεκριµένες περιοχές δεν συµπληρώνονται οι απαραίτητες ώρες ψύχους το χειµώνα.

«Τα επόµενα χρόνια φαίνεται ότι η καλλιέργεια του ακτινιδίου θα πάει και ήδη πηγαίνει και σε άλλες περιοχές της χώρας, πέραν των γνωστών παραγωγικών κέντρων στην Άρτα, την Πιερία και την Καβάλα και αυτό που θα µπορούσε να ανακόψει την άνοδο της είναι να µη διδαχθούµε από τα λάθη των Ιταλών», ανέφερε ο κ. Μολασιώτης, προσθέτοντας πως µια ακόµη παράµετρος που ευνοεί την καλλιέργεια του ακτινιδίου έχει να κάνει µε το γεγονός πως το φρούτο αντιπροσωπεύει µόλις το 1% της παγκόσµιας κατανάλωσης, που σηµαίνει πως ο διπλασιασµός του ποσοστού αυτού, θα µπορούσε να τροφοδοτήσει µεγάλη ζήτηση.

Το ιταλικό µάθηµα και οι ποιοτικές προδιαγραφές

Στα όσα έχουν συµβεί στη γειτονική Ιταλία και οδήγησαν σε µείωση της παραγωγής στο πράσινο ακτινίδιο, εστίασε ο Ευάγγελος Ξυλογιάννης, γεωπόνος της RS Fruit. Όπως σηµείωσε ο οµιλητής, στην περίπτωση της Μορίας, οι προσβολές δεν οφείλονται σε κάποια καινοφανή παθογόνα, αλλά ήταν απόρροια της απώλειας στη µηχανική σύσταση του εδάφους συνεπεία της µη αναπλήρωσης οργανικής ουσίας και της δηµιουργίας αδιαπέραστων στρωµάτων λόγω της συµπίεσης, που οδήγησε τη ρίζα να ασφυκτιά και να προσβάλλεται εύκολα από δεκάδες αναερόβιους µικροοργανισµούς. Η προτροπή του δε, ήταν οι Έλληνες παραγωγοί να προσέξουν να µην επαναλάβουν τα λάθη των Ιταλών, τα οποία είχαν να κάνουν και µε τις λιπάνσεις, καθώς θεωρούσαν ότι κάτι λείπει σε θρέψη στα δέντρα, αντί για οξυγόνο και τα φόρτωναν µε ακόµη µεγαλύτερες συγκεντρώσεις καλίου και µαγνησίου. Σύµφωνα µε όσα ειπώθηκαν στη συζήτηση η λύση για τη Μορία είναι η βελτιστοποίηση των συνθηκών του εδάφους και η άρδευση ακριβείας. Ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του καρπού, ο κ. Ξυλογιάννης είπε πως η ξηρά ουσία πρέπει να είναι πάνω από 16%, τα ζάχαρα πάνω από 8% στη συγκοµιδή και όχι οριακά στο 6,2%.

Απαραίτητη στοχευµένη άρδευση

Οι παράγοντες έδαφος, οξυγόνο, ριζικό σύστηµα και άρδευση ακριβείας αποτέλεσαν τον πυρήνα της εισήγησης του γεωπόνου ∆ηµήτρη Βακάµη. Ο επικεφαλής της Agro Q, ανέφερε πως η ρίζα της ακτινιδιάς δεν είναι επαρκεί για να καλύψει τη διαπνοή του φυτού στις συνθήκες του ελληνικού καλοκαιριού, το οποίο είναι πιο θερµό σε σχέση µε εκείνο στη Βόρεια Ιταλία ή τη Νέα Ζηλανδία.

«Επειδή είναι πολύ πιο θερµό και οι απαιτήσεις του φυλλώµατος είναι πολύ µεγαλύτερες από αυτές που µπορεί να καλύψει η ρίζα. Γι’ αυτό και πολλές φορές έχουµε κλιµατίδες οι οποίες ξεκινάνε κίτρινες ή άκαρπες, την επόµενη χρονιά, καθώς την προηγούµενη στερήθηκαν νερού. Οπότε το πρώτο που πρέπει να γίνεται είναι καλοκαιρινά κλαδέµατα, το Μάιο και τον Ιούνιο, σοβαρά, στοχευµένα και επιµεληµένα», είπε ο οµιλητής.

Το δεύτερο, σύµφωνα µε τον ίδιο, είναι ότι πρέπει να αναζητηθούν, να δοκιµαστούν και να εγκατασταθούν συστήµατα καθοδηγούµενων κλιµατίδων, διότι βοηθούν να µειωθεί η αναλογία φύλων και καρπού.

 

«Στα τέσσερα φύλλα ανά καρπό είναι το ιδανικό για τις δικές µας συνθήκες. ∆ηλαδή να έχουµε λίγα φύλλα σε σχέση µε τους καρπούς, ώστε να µειώνουµε την εξατµισοδιαπνοή και να µπορεί η ρίζα να ικανοποιήσει τις ανάγκες του καρπού και του δέντρου. ∆ιαφορετικά οδηγούµαστε σε αδυναµία, την οποία πολλοί παραγωγοί πάνε να την καλύψουν µε υπερ-άρδευση και εκεί γίνεται το κακό, διότι δεν αντέχει η ρίζα τόσο νερό και οδηγούµε τα πράγµατα στην καταστροφή», τόνισε.

Περαιτέρω ο έµπειρος γεωπόνος κατέστησε σαφές πως το πότισµα στην καλλιέργεια του ακτινιδίου πρέπει να γίνεται στοχευµένα, στο σηµείο που βρίσκεται το ριζόστρωµα και όχι να ποτίζεται όλο το χωράφι. Όσον αφορά δε, στο πόσο νερό πρέπει να παίρνει κάθε δέντρο, ο κ. Βακάµης επισήµανε πως «η άρδευσή µας πρέπει να φτάνει µέχρι το ριζόστρωµα και όχι παρακάτω από αυτό. Αυτοί είναι οι δύο κανόνες και υπάρχουν οι τεχνικές και οι λύσεις για να ανιχνεύουµε και το βάθος διήθησης του νερού άρδευσης». Στο σηµείο αυτό έγινε αναφορά και στη ψηφιακή εφαρµογή που ανέπτυξε η Agro Q για την άρδευση ακριβείας, µέσω της οποίας, µε πολύ λίγες µετρήσεις που θα κάνει ο παραγωγός, του δίδεται συγκεκριµένο πλάνο µε τις ποσότητες και τη συχνότητα µε την οποία θα πρέπει να αρδεύει το κτήµα του στις διάφορες περιόδους του έτους.

Τονίστηκε ακόµη πως το χειµώνα µετά τη συγκοµιδή οπωσδήποτε πρέπει να γίνεται εδαφοσχίστης για καλή αποστράγγιση του κτήµατος και στα τέλη Φλεβάρη, µετά το κλάδεµα να εφαρµόζεται βαθύ ρίπερ, µε την υπόµνηση πως η Agro Q συνεργάζεται µε τεχνικούς και µηχανικούς στην ανάπτυξη ενός πιο αποτελεσµατικού ρίπερ για την ακτινιδιά. Στην εκδήλωση µίλησε και ο ∆ηµήτρης Λογγιζίδης, πρόεδρος του ΑΣ Επισκοπής ο οποίος εστίασε στο ρόλο των οργανώσεων παραγωγών και πώς µπορούν τα επιχειρησιακά τους προγράµµατα να συµβάλλουν στην υποστήριξη των παραγωγών και της διαχείρισης της καλλιέργειας.

Exit mobile version