Προκλήσεις περιορίζουν την ανταγωνιστικότητα στα ευρωπαϊκά μήλα
Μειωμένη ανταγωνιστικότητα προβλέπεται στην περίπτωση των ευρωπαϊκών μήλων, λόγω πλήθους προκλήσεων (περιορισμοί στη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, ακραία καιρικά φαινόμενα, εστίες παρασίτων) που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι καλλιεργητές. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, αναμένονται μικρότερες συγκομιδές στα παραγωγικά κράτη, πλην της Ιταλίας. Από την άλλη, κύριες παραγωγικές χώρες προβλέπουν οριακές αυξήσεις αποδόσεων, οι οποίες πιθανόν να αντισταθμίσουν τη μείωση των εκτάσεων.
Η κατά κεφαλήν κατανάλωση φρέσκων μήλων θα δει ελαφρά αύξηση λόγω ευνοϊκότερων τάσεων, ωστόσο συνθήκες όπως τα αυξανόμενα κόστη αποθήκευσης και συσκευασίας, καθώς και τάσεων για εύκολα-προς-κατανάλωση φρούτα, μπορεί να ανεβάσουν τις τιμές, λειτουργώντας αντίθετα ως προς την κατανάλωση.
Σε όρους εμπορίου, Πολωνία και Ιταλία θα εξακολουθήσουν να είναι οι κύριοι εξαγωγείς, ενώ η Γαλλία θα δει υποχώρηση και αντίστροφα άνοδο η Γερμανία. Για τις βασικές χώρες συνολικά, η παραγωγή αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο από τη συνολική κατανάλωση φρέσκων μήλων, οδηγώντας σε προβλεπόμενη αύξηση των συνολικών καθαρών εξαγωγών τους προς την υπόλοιπη ΕΕ, όπου η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί μέτρια την επόμενη δεκαετία. Ωστόσο, σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει αβεβαιότητα, εν μέρει λόγω του ισχυρού ανταγωνισμού από χώρες με πιο ανταγωνιστικές τιμές, όπως η Τουρκία.
Διατήρηση της εξαγωγικής ισχύος και αύξηση της κατανάλωσης προβλέπεται για την Ελλάδα σε ροδάκινο και νεκταρίνι
Και στην περίπτωση των ροδάκινων και νεκταρινιών, η κλιματική αλλαγή θα παραμείνει κύρια πρόκληση, ενώ η μείωση των εργατικών χεριών θα παραμείνει παράγοντας περιορισμού στην όποια επέκταση. Η παραγωγή νωπών, αλλά και προς βιομηχανική χρήση προϊόντων θα συνεχίσει να φθίνει, κυρίως λόγω της μείωσης των εκτάσεων (κατά -0,8% ετησίως ως το 2035), ενώ είναι άγνωστο ακόμη πως θα επιδράσουν στις αποδόσεις η χρήση νέων ποικιλιών και η υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών.
Στον τομέα της κατανάλωσης, η Ελλάδα κατέγραψε ιστορικό υψηλό (250.000 ετησίως), συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης των τουριστών. Σε επίπεδο ΕΕ, η κατά κεφαλήν κατανάλωση, κυρίως λόγω υψηλότερων τιμών, αναμένεται να μειωθεί, με εξαίρεση την Ελλάδα, στην οποία αναμένεται να φτάσει τα 32,7 κιλά κατ’ άτομο το 2035. Οι καταναλωτικές τάσεις δεν αναμένεται να αντισταθμιστούν με την άνοδο των εξαγωγών, φέρνοντας μείωση παραγωγής. Οι προβλέψεις σε όρους εμπορίου δεν είναι τόσο αισιόδοξες σε διεθνές επίπεδο, ωστόσο η Ελλάδα και η Ισπανία αναμένεται να διατηρήσουν την ισχυρή θέση που κατέχουν ως καθαροί εξαγωγείς.
Συνεχίζει η ισχυρή εξαγωγική θέση της ΕΕ στη βιομηχανική ντομάτα
Κλιματικές συνθήκες και προκλήσεις όπως η έλλειψη νερού, το υψηλό ενεργειακό κόστος και οι περιορισμοί στη χρήση φυτοφαρμάκων θα περιορίσουν την παραγωγή ντομάτας για νωπή κατανάλωση. Αντίθετα, αυξήσεις προβλέπονται σε Ισπανία και Πορτογαλία σε ό,τι αφορά το βιομηχανικό προϊόν. Μικρόκαρπες ποικιλίες κερδίζουν έδαφος στους καταναλωτές, κάτι που επιδρά και στην παραγωγή, καθώς αυτές έχουν μικρότερες αποδόσεις.
Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία και Πορτογαλία αναμένουν αύξηση στην κατά κεφαλήν κατανάλωση. Αντίθετα, μείωση στην κατά κεφαλήν κατανάλωση μεταποιημένου προϊόντος προβλέπεται σε Ελλάδα και Ολλανδία (-1,4% και 0,7% ετησίως αντίστοιχα). Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από τρίτες χώρες θα συνεχίσει στις διεθνείς αγορές, όμως η ΕΕ αναμένεται να διατηρήσει τον τρέχοντα ρόλο ως καθαρός εισαγωγέας στο νωπό προϊόν. Στο μεταποιημένο προϊόν δεν προβλέπονται αλλαγές, με την ΕΕ να διατηρεί την ισχυρή καθαρά εξαγωγική της θέση, ιδιαίτερα σε προϊόντα υψηλής αξίας.