του Γιάννη Τσιμπονίδη
Με την ανάλυση του νερού ελέγχονται τα εξής σημαντικά χημικά χαρακτηριστικά του:
1) το pH του νερού, το οποίο πρέπει να κυμαίνεται τουλάχιστον μεταξύ 6,5 και 8,2 όπου πέρα των ορίων αυτών δημιουργεί ανισορροπία στην θρέψη του ακτινιδίου και αποτελεί ένδειξη για επιπλέον έλεγχο για τοξικά ιόντα που πιθανώς μπορεί να περιέχει…
2) έλεγχος της αλατότητας του νερού υπολογίζοντας τα ολικά διαλυτά στερεά (TDS) ή την ηλεκτρική του αγωγιμότητα, μια ένδειξη τεράστιας σημασίας που ελέγχει τον κίνδυνο σταδιακής αλάτωσης του εδάφους, έτσι εάν το νερό άρδευσης έχει υψηλό ποσοστό σε άλατα, σε βάθος χρόνου θα έχουμε καταστροφικές συνέπειες για την καλλιέργεια του ακτινιδίου στο κτήμα μας.
3) έλεγχος της περιεκτικότητας του νερού σε νάτριο, που όταν το στοιχείο αυτό είναι σε υψηλή συγκέντρωση, και ειδικά όταν παράλληλα υπάρχει χαμηλή περιεκτικότητα σε συγκεντρώσεις ασβεστίου και μαγνησίου, προκύπτει σταδιακή καταστροφή της “δομής” του εδάφους.
Στην περίπτωση που η δομή του εδάφους καταστρέφεται τότε δεν υπάρχει καλή στράγγιση στο κτήμα, γεγονός που σημαίνει ότι η ρίζα του ακτινιδίου βρίσκεται μόνιμα στο νερό, μιας και το νερό ποτίσματος καθυστερεί να κατέβει στα κάτω στρώματα και να οδηγηθεί στο «υπέδαφος». Με άλλα λόγια, το νερό “λιμνάζει” δημιουργώντας έτσι συνθήκες έλλειψης οξυγόνου στη ρίζα, και προϋποθέσεις για πιθανές «φυτοπαθολογικές» προσβολές, με τελικό αποτέλεσμα σταδιακά να έχουμε υποτονικά φυτά, τα οποία αρχικά μαραίνονται και τελικά πεθαίνουν.
4) έλεγχο του ανθρακικού ασβεστίου στο νερό, ένδειξη που εκτιμά την πιθανότητα να γίνει “έμφραξη”των συστημάτων άρδευσης , στα λάστιχα και στους σταλακτήρες.
5) έλεγχος του βορίου, στοιχείο ναι μεν απαραίτητο για την ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου της ακτινιδιάς, αλλά όταν υπερβεί λίγο το όριο μπορεί να προκαλέσει τοξικότητα στο φυτό.
Η διαδικασία συλλογής του δείγματος νερού γίνεται ως εξής:
Σε ένα πλαστικό μπουκάλι 2 λίτρων, το οποίο πρώτα ξεπλένεται καλά με το ίδιο νερό που πρόκειται να αναλυθεί, αφήνουμε το νερό να τρέξει για δέκα λεπτά. Στη συνέχεια, παίρνουμε σταδιακά μικρά δείγματα από το νερό που τρέχει μέχρι να γεμίσει το μπουκάλι διαδικασία η οποία ολοκληρώνεται μέσα σε 20′. Τέλος, το νερό μεταφέρεται απευθείας στο εργαστήριο ή τοποθετείται στο ψυγείο για μεταφορά του την επομένη. Το δείγμα θα πρέπει να συνοδεύεται από ένα χαρτάκι με όλα τα στοιχεία, τόσο του παραγωγού όσο και του κτήματος.
Στην περίπτωση που οι αρδεύσεις γίνονται από ποτάμι χρειάζεται αντιπροσωπευτικό δείγμα από την μέση της ροής του νερού και από την μέση του βάθους. Πάντα σύμφωνα με τον κ. Έξαρχο, στα ακτινίδια, ο επανέλεγχος της καταλληλότητας του νερού για άρδευση πρέπει, για λόγους ασφαλείας, να γίνεται κάθε 3 χρόνια.
Τα δεδομένα του νερού άρδευσης αλλάζουν σχετικά σύντομα, εξαιτίας των προβλημάτων που δημιουργούνται τα τελευταία χρόνια από την πτώση της στάθμης του υδροφόρου «ορίζοντα» και τα «υφάλμυρα νερά» ειδικά σε περιοχές που γειτνιάζουν με θάλασσες.
Απ όλα αυτά συμπεραίνουμε ότι το ακτινίδιο έχει μία ακόμη ιδιαιτερότητα, απαιτεί όχι μόνο μεγάλη ποσότητα νερού, αλλά και νερό με καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Σε περίπτωση που εντοπιστεί πρόβλημα στο νερό άρδευσης, φυσικά και υπάρχουν λύσεις, αρκεί να είναι άμεση η κινητοποίηση.
Σε περίπτωση που καθυστέρησης, όπου το πρόβλημα της καταλληλότητας του νερού δεν διαγνωστεί έγκαιρα, η ζημιά τόσο για το έδαφος του κτήματος όσο και για την καλλιέργεια της ακτινιδιάς έιναι μη αναστρέψιμη και καταστροφική.