Η μυστηριώδης ασθένεια, που πρωτοεμφανίστηκε πριν 3-4 χρόνια και μόλυνε πέρυσι περί τα 27.000 στρέμματα σε διάφορες περιοχές, κυρίως στην Κεντρική Μακεδονίας και λιγότερο σε Αμύνταιο και Λάρισα, δείχνει τα δόντια της και φέτος με τις προσβολές, όπως τονίστηκε στην Agrenda να επεκτείνονται και σε νέα γεωγραφικά διαμερίσματα.
Η εξέλιξη έχει θορυβήσει τους παραγωγούς, οι οποίοι βλέπουν τον κόπο και τα έξοδά τους να πηγαίνουν στο βρόντο κι αναρωτιούνται αν πρέπει να συνεχίσουν να επενδύουν στα κτήματά τους, διότι απομένουν ακόμη αρκετές φροντίδες που πρέπει να γίνουν.
Εν μέσω αυτής της παραλυτικής ασάφειας που επιτείνει την αγωνία των παραγωγών, για το τί θα γίνει, σύμφωνα με πληροφορίες της Agrenda, έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια να αποσαφηνιστεί άμεσα το τοπίο από το υπουργείο, με μια έγκαιρη δέσμευση εκ μέρους του, ότι όσοι έχουν πληγεί θα αποζημιωθούν.
Προς την κατεύθυνση αυτή, κατά τις ίδιες πηγές, σύντομα αναμένεται να αναλάβει πρωτοβουλία η Αντιπεριφέρεια Ημαθίας να ζητήσει αυτή τη δέσμευση, ενώ επαφές έχουν γίνει με τον ΕΛΓΑ και επίκειται και μια συνάντηση με τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Με το ξεκαθάρισμα του τοπίου, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, θα κλείσουν και τυχόν χαραμάδες για λαθροχειρίες από τους συνήθεις… υπόπτους, που θα σπεύσουν, σε βάρος των πραγματικά θιγόμενων, να τις εκμεταλλευτούν, αν οι ανακοινώσεις για αποζημιώσεις γίνουν μετά τη συγκομιδή, καθώς τότε θα είναι αδύνατο να διεξαχθούν έλεγχοι.
Παραγωγοί από την περιοχή της Ημαθίας, με τους οποίους συνομίλησε η Agrenda μεταφέρουν πως η παραμόρφωση στις δεντροκαλλιέργειες εντείνεται στα ήδη μολυσμένα κτήματα και επεκτείνεται στην περιοχή και σε άλλα, δημιουργώντας νέες εστίες διασποράς.
«Υπάρχουν κτήματα που πέρυσι τα παραμορφωμένα ήταν 0% και φέτος αντιπροσωπεύουν το 50% ή το 60% της δυνητικής παραγωγής. Μιλάμε για μεγάλο πρόβλημα», ανέφερε ο παραγωγός Τάσος Λιολιόπουλος από τον Α. Σ. Αλεξάνδρειας Ημαθίας.
Ο ίδιος σημειώνει πως η εικόνα είναι πλέον τέτοια στα κτήματα της περιοχής, που επιτρέπει να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για το πια χωράφια έχουν ήδη μολυνθεί, σε πιο βαθμό και ποια έχουν κυριευθεί ολοκληρωτικά και ως εκ τούτου είναι άσκοπες, οι οποίες φροντίδες που αφορούν την παραγωγή ίσως και για το φυτικό κεφάλαιο.
«Τη δεδομένη στιγμή ακολουθεί το αραίωμα, μια σημαντική δαπάνη σε κόστος, που φτάνει τα 200 ευρώ το στρέμμα, με εργατικό δυναμικό που είναι και δυσεύρετο, ενώ άσκοπη θα αποδειχθεί και η άρδευση και η φυτοπροστασία. Για αυτό επιμένουμε πως θα πρέπει να ανοίξει άμεσα η πλατφόρμα και να αρχίσουν οι δηλώσεις, διότι σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που καίγονται, δεν υπάρχει τίποτα μέσα στα χωράφια τους και αισθάνονται ξεκρέμαστοι», ανέφερε ο συνομιλητής μας.
Σημείωσε δε, πως τα προβλήματα με τα παραμορφωμένα εντοπίζονται φέτος στην περιοχή που ορίζεται από τα χωριά Αγκαθιά έως Μετόχι κάτω από τα Πιέρια όρη, σε κάποια χωριά της Βέροιας στην Ημαθία και σε όλο το πέταλο των οικισμών στον κάμπο των Γιαννιτσών, παρότι εκεί από τον παγετό δεν έχουν μείνει πολλά πυρηνόκαρπα ανέπαφα για να φανεί και το μέγεθος της ζημιάς από τις παραμορφώσεις.
Παραμορφωμένα, φόμοξη και παγετός στα Γιαννιτσά
Ειδικά στην περίπτωση της πεδιάδας των Γιαννιτσών, η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη για τους παραγωγούς δενδρωδών, καθώς εκτός από τα παραμορφωμένα, έχουν να αντιμετωπίσουν στα πυρηνόκαρπα και τη ξερή βίτσα, αλλά και τις ζημίες από τους παγετούς της άνοιξης.
Σε ό,τι αφορά στο πρόβλημα με τις παραμορφώσεις, όπως αναφέρθηκε στην Agrenda παρότι από τον περσινό Σεπτέμβριο έχουν ξεκινήσει να γίνονται εφαρμογές σύμφωνα με τις οδηγίες από το Μπενάκειου και την περιφέρεια, η εικόνα δεν είναι ικανοποιητική.
Η εικόνα που μας μεταφέρεται είναι πως υπάρχει μεν κάποια βελτίωση με την παραμόρφωση σε ποικιλίες, όπως η Κατερίνα και η Φερκλούς για παράδειγμα, που θα φανεί την ώρα της συγκομιδής. Ωστόσο η μείωση της παραγωγής είναι μεγάλη, γιατί φαίνεται ότι το Άκαρι είχε προλάβει, μέσα στο περσινό καλοκαίρι, να κάνει ζημιά στους οφθαλμούς που ήταν για τη φετινή χρονιά. Οπότε οι εφαρμογές που ξεκίνησαν Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο έγιναν αργά, καθώς το Άκαρι είχε τραφεί με φυλλοφόρους και ανθοφόρους οφθαλμούς.
Την περιοχή, όμως, απασχολεί έντονα και η ασθένεια της ξερής βίτσας ή αλλιώς φόμοψη, που προσβάλλει όλες τις ποικιλίες του βιομηχανικού και του επιτραπέζιου ροδάκινου, ανεβάζοντας υπέρμετρα το κόστος της καλλιέργειας. Συνδυαστικά δε, με τον παγετό της περασμένης άνοιξης, έχουν προκαλέσει μεγάλες ζημίες και φέρουν την καλλιέργεια στο όριο της εξαφάνισης, καθώς όπως τονίζεται από γεωπονικές πηγές, ελάχιστοι μπορούν να αντέξουν να επωμιστούν αυτό το οικονομικό βάρος.
Μόνο στον κάμπο των Γιαννιτσών, από τους τρεις αυτούς παράγοντες, υπολογίζεται πως πλήττονται γύρω στα 15-20.000 στρέμματα, όπως μας ειπώθηκε, με το πρόβλημα να εντοπίζεται κυρίως στις ποικιλίες Άνδρος και Κατερίνα, στα βιομηχανικά ροδάκινα, που κατέχουν τη μερίδα του λέοντος στις καλλιεργούμενες εκτάσεις τοπικά.