του Λεωνίδα Λιάμη
Στο συμπέρασμα αυτό συμφώνησαν οι μετέχοντες στο συνέδριο για το αχλάδι, που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Πέμπτη 9 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της διεθνούς έκθεσης φρέσκων φρούτων και λαχανικών «Freskon», με την ταυτόχρονη επισήμανση πως γενικότερα το φρούτο έχει πάψει κάνει πλέον «γκελ» διεθνώς στο δυναμικό κοινό των καταναλωτών και προτιμάται κυρίως από παιδιά και ηλικιωμένους.
«Τα Κρυστάλλια, που είναι η standard ποικιλία στην Ελλάδα, δυστυχώς έχουν κάνει τον κύκλο τους. Πρέπει να ξεστραβωθούμε, να δούμε ποιες νέες ποικιλίες μπορούμε να καλλιεργήσουμε, που να είναι ανθεκτικές στα προβλήματα, παραγωγικές και πιο εύγευστες, έναντι των άνοστων και σκληρών αχλαδιών που προσφέρουμε σήμερα στους καταναλωτές με το smart fresh» τόνισε, σε ομιλία του, ο Γιώργος Νάνος, καθηγητής δενδροκομίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Με πλούσια εμπειρία από την προσωπική πρακτική του ενασχόληση με τη δενδροκομία, αλλά και με διδακτορικό πάνω το αχλάδι από τις ΗΠΑ, ο ομιλητής επιχείρησε να δει μισογεμάτο το ποτήρι και υποστήριξε πως η αχλαδοκαλλιέργεια, υπό προϋποθέσεις, έχει προοπτικές στην Ελλάδα.
Το κλειδί, που θα ανοίξει την πόρτα προς την ανάταξη της καλλιέργειας, όπως υπογράμμισε, είναι η μείωση του κόστους καλλιέργειας, η οποία θα καταστήσει βιώσιμες τις εκμεταλλεύσεις και σταδιακά θα οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγής, η οποία σήμερα προέρχεται κυρίως από τον μεγάλο «θύλακα» της καλλιέργειας στον Τύρναβο και κάποιες «κηλίδες» της που έχουν απομείνει στην Κεντρική Μακεδονία και στη Λακωνία.
«Γίνονται πολλά λάθη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η αχλαδοκαλλιέργεια στην Ελλάδα είναι οι πάρα πολλές εισροές σε όλα τα στάδια της παραγωγής, με αποτέλεσμα να υπάρχει υψηλό κόστος στην καλλιέργεια. Πόσο θα το πουλήσουμε το αχλάδι; Πρέπει να μειωθεί το κόστος και να αυξήσουμε την παραγωγή, δεν υπάρχει κάτι άλλο αν θέλουμε να φυτευτούν νέες φυτείες», ανέφερε ο καθηγητής.
Συμπλήρωσε δε, πως «ποικιλίες πιο εύγεστες και αρωματικές μπορεί να πληρωθεί ακόμη και ένα ευρώ παραπάνω στο λιανεμπόριο», ενώ για το βιομηχανικό αχλάδι επισήμανε πως ως χώρα είμαστε μεν ελλειμματικοί κι η βιομηχανία θα μπορούσε να απορροφήσει μεγαλύτερες ποσότητες, όμως οι τιμές που δίδονται στο προϊόν, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος παραγωγής, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
«Το κόστος αυτό μπορούμε να το μειώσουμε κατά 5 έως και 10 λεπτά το κιλό, αρκεί να φύγουμε από τη λογική του ρίχνω από όλα στη λίπανση και τη φυτοπροστασία και βάλε όσο να ‘ναι στην άρδευση», σημείωσε ο κ. Νάνος και κατέδειξε λανθασμένες πρακτικές ως προς το κλάδευμα και τη διαμόρφωση των αχλαδεώνων, λέγοντας ότι «η παλμέτα είναι το πιο βίαιο σύστημα διαμόρφωσης, ενώ το μονόκλωνο που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο, στην Ελλάδα εφαρμόζεται πλημμελώς».
Στο χώρο, μάλιστα, βρισκόταν εκείνη την ώρα ο πρόεδρος της Ομάδας Παραγωγών του Α.Σ. Δένδρων Τυρνάβου, Χρήστος Τασιούλας, ο οποίος επιβεβαίωσε πως το καλλιεργητικό κόστος στα επιτραπέζια αχλάδια κυμαίνεται από 1.000 έως και 1.200 ευρώ το στρέμμα, ενώ η τιμή παραγωγού παίζει μεταξύ 0,40- 0,60 ευρώ το κιλό.
Περαιτέρω, ο κ. Νάνος τάχθηκε κατά της χρήσης γιββεριλινών γιατί μειώνουν την παραγωγή, χαρακτήρισε την ψύλλα και το βακτηριακό κάψιμο τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους για την καλλιέργεια, ενώ για την κλιματική αλλαγή σημείωσε πως επιφέρει μείωση στην παραγωγή, αλλά υποστήριξε πως «είναι διαχειρίσιμη. Η αχλαδιά αγαπάει τη ζέστη και δεν επηρεάζεται η παραγωγικότητά της από τους ήπιους χειμώνες, ενώ αντέχει και τη ξηρασία το καλοκαίρι, σε σύγκριση με άλλα δέντρα».
Στις νέες ποικιλίες αχλαδιάς που είναι διαθέσιμες στην Ελλάδα, εστίασε από την πλευρά του ο διευθυντής πωλήσεων της ΒΙΤΡΟ ΕΛΛΑΣ ΑΕ, Άρης Κωνσταντινίδης. Όπως είπε, πρόκειται για τις Lucy Sweet, Early Giulia, Debby Green και Lucy Red, οι οποίες αναπτύχθηκαν στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια και είναι πατενταρισμένες.
«Πρόκειται για προστατευμένες ποικιλίες με trademark. Καλλιεργήσιμες εκτάσεις με τις νέες ποικιλίες υπάρχουν στην Κεντρική Μακεδονία και στη Θεσσαλία», επισήμανε ο κ. Κωνσταντινίδης, ενώ ο Alberto Garbulia, ανώτερο στέλεχος της ιταλικής Origine Group σημείωσε πως η πορεία της ζήτησης του αχλαδιού είναι πτωτική, κυρίως εξαιτίας της αστάθειας που παρουσιάζει η ποιότητά του, προσθέτοντας πως θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε στρατηγικές που ενισχύουν την ποιότητα του προϊόντος και την αποτελεσματική προώθησή του, όπως επένδυση στην έρευνα για την ποιότητα, στις ποικιλίες, στο brand, αλλά και στην εφοδιαστική αλυσίδα.