Μάλιστα, ένα από τα συνήθη περιβάλλοντα που ευνοεί τον «ξαφνικό θάνατο» της ακτινιδιάς, είναι όταν έχει προκληθεί πληµµύρα σε ένα περιβόλι ή εάν συντελείται σε αυτό υπερ-άρδευση, καθώς οι µεγάλες ποσότητες νερού για µακρύ χρονικό διάστηµα, προκαλούν αναερόβιες συνθήκες στο έδαφος και στη ρίζα, µε συνέπεια να µην αναπτύσσονται τα ριζικά τριχίδια και το φυτό να οδηγείται σε πλήρη κατάρρευση.
∆εν προκαλεί ανησυχία
Προς το παρόν, πάντως, τα κρούσµατα «ξαφνικού θανάτου» ακτινιδιάς στην Ελλάδα περιορίζονται σε λίγα δέντρα και σε σποραδικά κτήµατα, σε σηµείο ώστε να µην εκφράζεται ανησυχία. Ως πρόβληµα δε, κρίνεται πολύ πιο ήπιο, αλλά και αντιµετωπίσιµο, συγκριτικά µε το αντίστοιχο, φαινοµενικά, σύνδροµο, που εµφανίστηκε το 2012 στην Ιταλία και το ονόµασαν «Μόρια», το οποίο έχει αποδεκατίσει, έκτοτε, στη γειτονική χώρα, περί τα 100.000 στρέµµατα από την καλλιέργειας του ακτινιδίου.
Στις επισηµάνσεις αυτές, όπως µεταφέρθηκε στην Agrenda, προχώρησαν µεταξύ άλλων οι οµιλητές που συµµετείχαν σε σχετική ενηµερωτική ηµερίδα, την προηγούµενη Κυριακή 15 ∆εκεµβρίου, στο Πολιτιστικό Κέντρο Καρίτσας, µε διοργανωτή τον ΑΣ Καρίτσας.
Την κεντρική εισήγηση έκανε ο Γεωπόνος ΑΠΘ, µε Intergrade Master, Μεταπτυχιακό στην Αειφορική Γεωργία και Υποψήφιος ∆ιδάκτωρ στο τµήµα Εδαφολογίας, Βασίλης Έξαρχος, ο οποίος ανέλυσε εκτενώς ποιοι είναι οι παράγοντες που πρέπει να συντρέξουν για να προκύψει το πρόβληµα του «ξαφνικού θανάτου», αλλά και τι ακριβώς συµβαίνει στη ρίζα του φυτού της ακτινιδιάς και πώς µαραίνονται τα φύλλα του, όταν αυτό αντιµετωπίζει µια τέτοια συνθήκη.
Οι απαραίτητες φροντίδες
Από το ακροατήριο υπήρξαν επίσης ερωτήµατα και απορίες, σχετικά µε τις καλλιεργητικές φροντίδες που απαιτούνται, αλλά και για ζητήµατα άρδευσης, θρέψης και καταπολέµησης ζιζανίων στην καλλιέργεια της ακτινιδιάς, η οποία στο νοµό Πιερίας είναι εκτεταµένη, ιδίως στα χωριά του ∆ήµου ∆ίον όπου σχεδόν αποτελεί µονοκαλλιέργεια.
Απαντώντας σε ερωτήµατα για τη ζιζανιοκτονία στην καλλιέργεια, ο Οµότιµος Καθηγητής Ζιζανιολογίας του ΑΠΘ, Ηλίας Ελευθεροχωρινός παρείχε σχετικές συµβουλές, τις οποίες µάλιστα συνόδευσε και µε συγκεκριµένες προτάσεις φυτοπροστατευτικών σκευασµάτων.
Αυτό στο οποίο συνέστησε ωστόσο ο έµπειρος καθηγητής να εστιάσουν οι παραγωγοί την προσοχή τους, ήταν στην αναγκαιότητα να γίνεται η καταπολέµηση των ζιζανίων σε µια ακτίνα 70 εκ. από τον κορµό εκατέρωθεν του πρέµνου της ακτινιδιάς και στους διαδρόµους να µένει χλοοτάπητας που θα κουρεύεται. «Επειδή πάµε σε µια εποχή µε πολύ υψηλές θερµοκρασίες, λόγω της κλιµατικής κρίσης, επιβάλλεται να έχεις ενδιαµέσως, στους διαδρόµους του περιβολιού, ζιζάνια ή ακόµη και να σπείρεις ένα οποιοδήποτε ψυχανθές, µόνο και µόνο για να σου αλλάζει το περιβάλλον του κτήµατος. ∆ιότι η παρουσία ζιζανίων αλλάζει το θερµοκρασιακό καθεστώς, αλλά και τη σχετική υγρασία. Πολλώ δε µάλλον που στην περιοχή, λόγω των νερών του Ολύµπου, δεν έχουν πρόβληµα λειψυδρίας, γιατί θα µπορούσε να πει κανείς πως τα ζιζάνια απορροφούν και νερό», σηµείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Ελευθεροχωρινός.
Το πρόβληµα του ήπιου χειµώνα
Αναφορά έγινε, επίσης, στους, όλο και πιο συχνά, ήπιους χειµώνες, που δεν επιτρέπουν τη συγκέντρωση των απαραίτητων ωρών ψύχους για την καλλιέργεια της ακτινιδιάς, επηρεάζοντας τη διαδικασία θραύσης του λήθαργου των οφθαλµών, µε συνέπεια ποιοτικά και ποσοτικά προβλήµατα της παραγωγής. Όπως ειπώθηκε από το πάνελ, θα πρέπει να υπάρξει προετοιµασία ακόµη και για το κακό σενάριο και προς αυτή την κατεύθυνση τονίστηκε η ανάγκη να αξιολογηθούν από τους αγρότες οι διάφορες λύσεις βιοδιεγερτών που κυκλοφορούν στην αγορά, καθώς µπορούν να βοηθήσουν τα δέντρα να αντιµετωπίσουν το πρόβληµα της αδυναµίας συγκέντρωσης των απαραίτητων ωρών ψύχους.
Μνεία έγινε τέλος και στο πώς µπορεί να αξιοποιηθεί η αντιχαλαζική προστασία στην καλλιέργεια των ακτινιδιών, κατά το παράδειγµα των επιτραπέζιων σταφυλιών, ενώ η συζήτηση άγγιξε και τις ευοίωνες προοπτικές που έχει το προϊόν στις διεθνείς αγορές.