του Γιάννη Τσιμπονίδη
Κατά τον κ. Έξαρχο, η σύγκριση των πράσινων και των κίτρινων ακτινιδίων μπορεί να πραγματοποιηθεί σε πολλά επίπεδα, με τις κύριες διαφορές να αφορούν τη μορφολογία, την ανθεκτικότητα, τις κλιματικές απαιτήσεις, τη συντηρησιμότητα, τα οργανοληπτικά-διατροφικά χαρακτηριστικά, τα τεχνοοικονομικά χαρακτηριστικά και την γεύση.
Μορφολογία
Το πράσινο ακτινίδιο παρουσιάζει αυξημένη παρουσία σε τριχύδια σε όλη την επιφάνεια των φυτικών του ιστών, σε σχέση με το κίτρινο που δεν έχει καθόλου τριχώματ.
Επίσης, η μεγαλύτερη ανθοφορία των κίτρινων ποικιλιών συνεπάγεται αυξημένες ανάγκες για αραίωμα, γεγονός που επιβαρύνει αρκετά το κόστος παραγωγής.
Ανθεκτικότητα
Το προηγούμενο χαρακτηριστικό των τριχωμάτων προσδίδει στο πράσινο ακτινίδιο μεγαλύτερη ανθεκτικότητα απέναντι στην έντονη ηλιακή ακτινοβολία, στις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά και σε εντομολογικές ή φυτοπαθολογικές προσβολές. Αντίθετα το κίτρινο ακτινίδιο, λόγω της σχεδόν λείας επιδερμίδας του, εμφανίζει μεγαλύτερη ευαισθησία σε υδατικό στρες και εγκαύματα καρπών. Ως εκ τούτου, η εγκατάσταση φυτειών κίτρινου ακτινιδίου προϋποθέτει τη χρήση αντιχαλαζικών δικτυών, τα οποία εκτός από την προστασία από το χαλάζι, προσφέρουν και σκίαση, μειώνοντας έμμεσα τις ανάγκες των φυτών σε νερό μέσω ρύθμισης της διαπνοής.
Κλιματικές απαιτήσεις
Από κλιματολογικής άποψης, το κίτρινο ακτινίδιο απαιτεί μικρότερη περίοδο ψύχους τον χειμώνα περίπου 350–450 ώρες κάτω των 7°C για τον ομαλό “σπάσιμο” του λήθαργου, σε αντίθεση με το πράσινο που χρειάζεται 700–800 ώρες. Η παράμετρος αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία υπό τις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής, καθώς σε περιοχές με ήπιο χειμώνα η καλλιέργεια πράσινων ποικιλιών ενδέχεται να καταστεί λιγότερο αποδοτική, οδηγώντας σταδιακά σε αντικατάσταση από τις κίτρινες.
Επιπλέον, η λεπτή επιδερμίδα του κίτρινου καρπού το καθιστά πιο ευάλωτο σε μηχανικές καταπονήσεις (π.χ. από άνεμο ή τριβές), γεγονός που αποκλείει την εγκατάστασή του σε ανεμόπληκτες περιοχές.
Συντηρησιμότητα
Από πλευράς συντήρησης, τα πράσινα ακτινίδια εμφανίζουν μεγαλύτερη μετασυλλεκτική αντοχή και καλύτερη διατηρησιμότητα στους θαλάμους ψύξης.
Οργανοληπτικά-διατροφικά χαρακτηριστικά
Τα κίτρινα ακτινίδια υπερτερούν ελαφρώς διατροφικά, παρουσιάζοντας υψηλότερες συγκεντρώσεις βιταμίνης C και άλλων αντιοξειδωτικών συστατικών, στοιχείο που συμβάλλει στην αυξημένη εμπορική τους αξία και στις υψηλότερες τιμές που σημειώνουν στην παγκόσμια αγορά.
Τεχνοοικονομικά
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες κίτρινες ποικιλίες διατίθενται μέσω συστήματος “συμβολαιακής” παραγωγής. Οι εταιρείες που αναπτύσσουν και διαχειρίζονται τα δικαιώματα αυτών των ποικιλιών πωλούν το πολλαπλασιαστικό υλικό αποκλειστικά σε συμβεβλημένους παραγωγούς, οι οποίοι δεσμεύονται να διαθέτουν τη συγκομιδή τους στις ίδιες εταιρείες. Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί πλήρως την εμπορική πρακτική σε σχέση με τις ελεύθερα καλλιεργούμενες πράσινες ποικιλίες.
Γεύση
Σημαντική παραμένει και η διαφοροποίηση στη γεύση όπου το πράσινο ακτινίδιο χαρακτηρίζεται από όξινο και δροσερό προφίλ, ενώ το κίτρινο διαθέτει σαφώς πιο γλυκιά γεύση. Η προτίμηση μεταξύ των δύο τύπων είναι ωστόσο υποκειμενική και εξαρτάται από τις καταναλωτικές συνήθειες κάθε αγοράς, με τις βόρειες χώρες να διατηρούν ιστορικά προτίμηση προς το πράσινο ενώ οι χώρες της Ασίας στο κίτρινο.






























