Με την ανάλυση του νερού ελέγχουμε την ποιότητα του νερού και κυρίως τα εξής σημαντικά χημικά χαρακτηριστικά του:
1) Το pH του νερού, το οποίο πρέπει να κυμαίνεται τουλάχιστον μεταξύ 6,5 και 8,2 όπου πέρα των ορίων αυτών δημιουργεί ανισορροπία στην θρέψη του ακτινιδίου και αποτελεί ένδειξη για επιπλέον έλεγχο για τοξικά ιόντα που πιθανώς μπορεί να περιέχει.
2) Έλεγχος της αλατότητας του νερού υπολογίζοντας τα ολικά διαλυτά στερεά (TDS) ή την ηλεκτρική του αγωγιμότητα, μια ένδειξη τεράστιας σημασίας που ελέγχει τον κίνδυνο σταδιακής αλάτωσης του εδάφους. Έτσι εάν το νερό άρδευσης έχει υψηλό ποσοστό σε άλατα, σε βάθος χρόνου θα έχουμε καταστροφικές συνέπειες για την καλλιέργεια του ακτινιδίου στο κτήμα.
3) Έλεγχος της περιεκτικότητας του νερού σε νάτριο, που όταν το στοιχείο αυτό είναι σε υψηλή συγκέντρωση, και ειδικά όταν παράλληλα είναι χαμηλή η περιεκτικότητα σε ασβέστιο και μαγνήσιο, οδηγούμαστε σε σταδιακή υποβάθμιση της δομής του εδάφους.
Όταν καταστρέφεται η δομή του εδάφους δεν έχουμε καλή στράγγιση στο κτήμα, τόσο τον χειμώνα όσο και το καλοκαίρι. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι η ρίζα του ακτινιδίου βρίσκεται μόνιμα στο νερό, μιας και το νερό άρδευσης ή της βροχής δεν κατεβαίνει(καθυστερεί) εύκολα προς τα κάτω, για να οδηγηθεί στο «υπέδαφος». Με άλλα λόγια, το στεκούμενο αυτό νερό λιμνάζει δημιουργώντας έτσι συνθήκες έλλειψης οξυγόνου στη ρίζα, και προϋποθέσεις για πιθανές «φυτοπαθολογικές» προσβολές με τελικό αποτέλεσμα σταδιακά να έχουμε υποτονικά φυτά, τα οποία αρχικά μαραίνονται και τελικά πεθαίνουν.
4) Έλεγχος της σκληρότητας του νερού που σχετίζεται από την παρουσία του ανθρακικού ασβεστίου και μαγνησίου, ένδειξη που εκτιμάει την πιθανότητα να γίνει “έμφραξη”(βούλωμα) των συστημάτων άρδευσης, στα λάστιχα και στους σταλακτήρες.
5) Έλεγχος του βορίου, στοιχείο ναι μεν απαραίτητο για την ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου της ακτινιδιάς, αλλά όταν υπερβεί έστω και λίγο το όριο μπορεί να προκαλέσει τοξικότητα στα φυτά.
Η διαδικασία συλλογής του δείγματος νερού με σκοπό να γίνει ο έλεγχος της ποιότητας, γίνεται κατά τον κ. Έξαρχο ως εξής:
1) Παίρνουμε ένα πλαστικό μπουκάλι 2 λίτρα το οποίο ξεπλένουμε καλά με το ίδιο νερό το οποίο θα αναλύσουμε.
2) Αφήνουμε το νερό να τρέξει για 10 λεπτά.
3) Μετά παίρνουμε σταδιακά μικρά δείγματα από το νερό που τρέχει μέχρι να γεμίσει το μπουκάλι διαδικασία η οποία ολοκληρώνεται μέσα σε 20΄.
4) Τέλος, πηγαίνουμε το νερό κατευθείαν στο εργαστήριο ή το βάζουμε στο ψυγείο (συντήρηση) για να το πάμε την επόμενη μέρα.
5) Το δείγμα βέβαια πάντα συνοδεύει ένα χαρτάκι με όλα τα στοιχεία, τόσο τα δικά μας όσο και του κτήματος.
Στην περίπτωση που ποτίζουμε από ποτάμι επιδιώκουμε να πάρουμε αντιπροσωπευτικό δείγμα από την μέση της ροής του νερού και από την μέση του βάθους.
Πάντα σύμφωνα με τον κ. Έξαρχο, στα ακτινίδια, ο επανέλεγχος της καταλληλόλητας του νερού για άρδευση πρέπει για λόγους ασφαλείας να γίνεται κάθε 3 χρόνια.
Τα δεδομένα του νερού άρδευσης αλλάζουν σχετικά σύντομα. Ένα πρόβλημα που δημιουργείται τα τελευταία χρόνια είναι από την πτώση της στάθμης του υδροφόρου «ορίζοντα» όπου τα «υφάλμυρα νερά» ειδικά σε περιοχές που γειτνιάζουν με θάλασσες., μπαίνουν στον υδροφόρο ορίζοντα. Απ’ όλα αυτά συμπεραίνουμε ότι το ακτινίδιο έχει μία ακόμη ιδιαιτερότητα, απαιτεί όχι μόνο μεγάλη ποσότητα νερού, αλλά και νερό με καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Σε περίπτωση που εντοπίσουμε πρόβλημα στο νερό άρδευσης λύσεις υπάρχουν εφόσον δράσουμε εγκαίρως.
Σε περίπτωση που καθυστερήσουμε , και δεν διαγνώσουμε έγκαιρα το πρόβλημα της καταλληλότητας του νερού η ζημιά τόσο για το έδαφος του κτήματος μας όσο και την καλλιέργεια της ακτινιδιάς μπορεί να είναι μη αναστρέψιμη.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι εκτός των άλλων αναλύσεων και η χημική ανάλυση του νερού άρδευσης είναι ένας βασικός αρωγός στα χέρια ενός έμπειρου γεωπόνου για να βγούνε τα “προγράμματα” λίπανσης, διότι το νερό άρδευσης προσθέτει στο έδαφος άλατα, δηλαδή θρεπτικά στοιχεία. Έτσι, για παράδειγμα σε ένα έδαφος που το νερό άρδευσης έχει περιεκτικότητα 700 ppm σε άλατα και εμείς όλη την χρονιά εφαρμόζουμε 1.400 κυβικά νερού/στρέμμα με το πότισμα, η συνολική ποσότητα αλάτων (θρεπτικών στοιχείων), που εφαρμόζονται με τον τρόπο αυτόν, μπορούν να φτάσουν τελικά, ανά έτος, το στρέμμα έως και 1.000 κιλά.