Ο αντίστοιχος όγκος αναμένεται να φτάσει στους 1,2 εκατ. τόνους κατά την περίοδο αναφοράς, καταγράφοντας ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,3%. Κυριότερος παράγοντας αυτής της ανοδικής πορείας που αναμένεται να καταγράψουν τα ευρωπαϊκά ακτινίδια αναμένεται να είναι η αυξημένη κατανάλωση που προβλέπεται πως θα παρατηρηθεί στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας.
Το 2024 η κατανάλωση ακτινιδίων στην Ευρώπη ανήλθε σε περίπου 1 εκατ. τόνους κατά την IndexBox, σημειώνοντας μια σημαντική αύξηση 20% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, πετυχαίνοντας ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 3,9% για την περίοδο 2013-2014, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παρατηρήθηκαν διακυμάνσεις. Ο όγκος κατανάλωσης κορυφώθηκε στους 1,1 εκατ. τόνους το 2018, ωστόσο μεταξύ 2019-2024 παρέμεινε σταθερά σε χαμηλότερο νούμερο.
Το 2024 η αξία της αγοράς ακτινιδίων της ΕΕ εκτοξεύθηκε στα 2,2 δισ. ευρώ το 2024, ήτοι ήταν κατά 36% υψηλότερη από το 2023, γεγονός που αντανακλά τους αυξημένους συνολικούς τζίρους των παραγωγών και των εισαγωγέων (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα κόστη μεταφοράς, τα κόστη πώλησης στα καταστήματα λιανικής και τα περιθώρια κέρδους των καταστημάτων).
Οι πρωταθλητές της κατανάλωσης
Οι 3 κορυφαίες χώρες από άποψη κατανάλωσης το 2024 ήταν η Ιταλία με 357 χιλιάδες τόνους (περίπου 35% του συνόλου, ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης +7,7%), με την Ισπανία να ακολουθεί στην 2η θέση (154 χιλιάδες τόνοι, ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης +1,3%) και την Ελλάδα να συμπληρώνει την τριάδα (134 χιλιάδες τόνοι +25,9%). Στη χώρα μας η κατά κεφαλή κατανάλωση ακτινιδίων κατέγραψε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης +26,4% για την περίοδο αναφοράς 2013-2024.
Η Ελλάδα στους πρωτοπόρους της παραγωγής
Το 2024 η ΕΕ παρήγαγε συνολικά 904 χιλιάδες τόνους (+2,7% έναντι 2023), με τη συνολική παραγωγή να αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 2,8% κατά την περίοδο 2013 ως 2024. Η αξία των εξαγωγών έφτασε στα περίπου 1,76 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα ήταν η δεύτερη δύναμη από άποψη παραγωγής με 319 χιλιάδες τόνους, πίσω μόνο από την Ιταλία (457 χιλιάδες τόνοι), και την Πορτογαλία να συμπληρώνει την πρώτη τριάδα (57 χιλιάδες τόνοι). Οι τρεις αυτές χώρες ευθύνονται για το 91% του συνόλου της παραγωγής.