Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον σύνδεσμο οι εισαγωγές φρούτων και λαχανικών στη χώρα μας ανήλθαν μέχρι και τα τέλη Αυγούστου σε 524.522 τόνους, έναντι 504.166 τόνων το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Τα κυριότερα προϊόντα
Τα κυριότερα προϊόντα που εισήχθησαν στη χώρα μας στους πρώτους 8 μήνες του έτους είναι τα εξής:
α) 193.064 τόνοι πατάτες έναντι 205.097 το 2024 (– 5,87%) προερχόμενες κατά κύριο λόγο από Αίγυπτο (76,2% συνόλου), Γαλλία και Κύπρο. Στο εξάμηνο 2025 εμφανίζονται μειωμένες κατά 18,4%. Καθοδικά κινήθηκαν και οι εξαγωγές που ανήλθαν σε 60.353 τόνους έναντι 73.990 το 2024 με μέρος τους να προέρχεται κατά τον Incofruit από εισαγωγές
β) 196.075 τόνοι μπανάνες έναντι 164.151 το 2024 (+19,45%) προερχόμενες κυρίως από Ισημερινό (93,4%) και ακολουθούν Κόστα Ρίκα, Ιταλία, Κολομβία με μέρος τους να επανεξάγεται προς άλλες, κυρίως, γειτονικές χώρες. Οι εξαγωγές μπανάνας στο α΄ εξάμηνο 2025 ανήλθαν σε 61.272 τόνους έναντι 44.105 τ. το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
γ) 9.989 τόνοι κρεμμύδια, έναντι 8.410 πέρσι (+18,78%) προερχόμενα από Αυστρία 35,2% και ακολουθούν Ολλανδία, Αίγυπτος, Ινδία.
δ) 11.231 τόνοι τομάτες έναντι 13.027 τ. το 2024 (–13,29) εκ των οποίων 4.076 τόνοι εισήχθησαν τον Αύγουστο με προέλευση κυρίως από Τουρκία (37,7%), Γερμανία , Πολωνία, Ολλανδία κτλ.
ε) 3.727.τόνοι πιπεριές γλυκοπιπεριές έναντι 4.281 τόνων το 2024 (-12,94%) προερχόμενες από Ολλανδία (49,3%), Ισραήλ, Ισπανία κ.α
ζ) 7.551 τόνοι μήλων έναντι 12.7913 πέρσι μεωμένες κατά 40,97% με προέλευση από Ιταλία 35,8%, Πολωνία, Β.Μακεδονία κ.α.
η) 6.170 τόνοι αβοκάντο έναντι 5.763 πέρσι (+7,06%) προερχόμενα κατά κύριο λόγο από Ολλανδία (64%) και ακολουθούν Ισραήλ και Κύπρος.
θ) 1.966 τόνοι ακτινίδια έναντι 2.539 πέρσι παρουσιάζοντας πτώση 22,57% με προέλευση από Ιταλία (48,3%) και ακολουθούν Ολλανδία και Χιλή.
ι) 2.678 τόνοι πορτοκάλια έναντι 3.621 πέρσι (–26,04%) προερχόμενα κυρίως από Αίγυπτο (46,5%) και ακολουθούν Ιταλία, Ρουμανία (που στα επίσημα στατιστικά της εμφανίζει μηδενικές εξαγωγές στην Ελλαδα) κ.α
ια) 25.828 τόνοι λεμόνια & γλυκολέμονα έναντι 24.265 πέρσι (+6,44%) με προέλευση από Αργεντινή (51,4%),Ν.Αφρική, Ολλανδία κ.α
ιβ) 9.724 τόνοι μανιτάρια έναντι 9.559 πέρσι (+1,23%) προερχόμενα από Πολωνία (97,7%) και ακολουθούν Ολλανδία, Ιταλία κ.α και
ιγ) 578 τόνοι καρπούζια έναντι 1.109 πέρσι (-47,88%) προερχόμενα από Τσεχία (32%), Γερμανία, Ολλανδία κ.α.
Εκτός των παραπάνω εισήχθησαν και άλλα φρούτα και λαχανικά όπως π.χ κολοκυθάκια, καρότα, λάχανα, μαρούλια ακόμη και ραπανάκια κ.α
Τον Αύγουστο οι ποσότητες των εισαγωγών αυξήθηκαν κατά 10,42% σε σχέση με τον αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Όπως αναφέρει ο ειδικός σύμβουλος, Γιώργος Πολυχρονάκης, η παρατηρούμενη εισαγωγή και επανεξαγωγή νωπών οπωροκηπευτικών προϊόντων με τυχόν ελληνοποίησή τους επιβάλει την αυστηρή επιτήρηση και έλεγχο του διαμετακομιστικού εμπορίου για να μην θιγεί η φήμη των ελληνικών φρούτων και λαχανικών από προϊόντα που δεν πληρούν τις φυτουγειονομικές και εμπορικές προδιαγραφές της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας.
Παράλληλα, ο Incofruit καλεί τις αρμόδιες αρχές να προχωρήσουν σε έλεγχο των κυκλοφορούντων αλλοδαπών αυτοκινήτων στους ελληνικούς αγρούς προς αγορά «ατυποποίητων» νωπών φρούτων και λαχανικών, και ειδικότερα ακτινιδίων σε απαγορευμένα μέσα μεταφοράς, προκειμένου να αποφευχθεί πιθανότητα μετάδοσης της ασθένειας moria στις ακτινιδιές της χώρας μας.
Στόχος η δημιουργία προστιθέμενης αξίας
Ο Incofruit επισημαίνει ότι στόχος της Ελλάδας, θα πρέπει να είναι η δημιουργία προστιθέμενης αξίας και η έμφαση στην εγχώρια παραγωγή, καθώς και η ιδιαιτερότητα της ποιότητας.
Η εισαγωγή νωπών φρούτων και λαχανικών δείχνει συνεχή ανάπτυξη του ξένου ανταγωνισμού όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις υπόλοιπες κοινοτικές αγορές. Ανησυχητικός είναι κατά τον Incofruit ο δυναμισμός που παρατηρείται στις εισαγωγές προϊόντων, ο οποίος σε περιόδους που συμπίπτουν πλήρως με την ελληνική παραγωγή προκαλεί ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των παραγόμενων προϊόντων μας και καθιστά τις εισαγωγές πιο ελκυστικές.
Οι αυξημένες εισαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τρίτες χώρες οφείλονται στην υφιστάμενη απόκλιση σε εργασιακά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα που εμφανίζεται μεταξύ κοινοτικών και μη κοινοτικών παραγωγών, η οποία προκαλεί συνεχή ανάπτυξη των εισαγωγών τόσο στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και στην εθνική.
Τέλος, ο Incofruit επισημαίνει ότι είναι απαραίτητο τα φρούτα και λαχανικά που προέρχονται από τρίτες χώρες να πληρούν τις ίδιες ποιοτικές προδιαγραφές που απαιτούνται για τους παραγωγούς (γεωργούς και κτηνοτρόφους) της ΕΕ, με ίσες συνθήκες εργασίας και ίδια χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, καθώς και να επιδιωχθεί οι ελληνικές ελεγκτικές αρχές να διενεργούν αυστηρούς ελέγχους για τήρηση των εμπορικών προδιαγραφών ποιότητας και μη ύπαρξης υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στα εισαγόμενα προϊόντα στην ελληνική αγορά με παράλληλη διασφάλιση της μη ελληνοποίησης τους
Επίσης παρεμφερείς έλεγχοι πρέπει να διενεργούνται και στα αποστελλόμενα-εξαγόμενα οπωροκηπευτικά προϊόντα προς διασφάλιση της φήμης των προϊόντων μας που θα συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών τους.