του Γιάννη Ρούπα
H µειωµένη παγκόσµια παραγωγή και τα φυτουγιεινοµικά προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι καλλιέργειες στη Λατινική Αµερική λόγω κλιµατικής κρίσης, έχουν συντελέσει από τη µία πλευρά στο να πάρουν την ανιούσα οι τιµές, απ’ την άλλη αναδεικνύουν και τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής παραγωγής.
Ένα από τα σηµαντικότερα προβλήµατα του κλάδου αποτελεί η έλλειψη ποικιλιακής πολυµορφίας. Η συντριπτική πλειοψηφία των παραγωγών παράγουν πορτοκάλια Ναβαλίνες, Μέρλιν, Βαλέντσια και µανταρίνια Κληµεντίνες σε γερασµένους οπωρώνες, δίχως οποιαδήποτε βελτίωση σε επίπεδο έρευνας εδώ και δεκαετίες. Σε αυτή την ελληνική πραγµατικότητα στάθηκε και ο Σπύρος Ταµπάκης, ιδιοκτήτης της εξαγωγικής αγροεπιχείρησης Tampakis Fresh, µιλώντας σε διεθνή µέσα.
Ξεφυλλίστε και κατεβάστε σε υψηλή ανάλυση το φύλλο 956 της Agrenda
Η είσοδος ανταγωνιστικών ποικιλιών εσπεριδοειδών έχει αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή ζήτηση, εξηγεί ο εξαγωγέας. «Η ζήτηση για πορτοκάλια είναι χαµηλή αυτή τη στιγµή, λόγω έλλειψης µεγάλων µεγεθών και έντονου ανταγωνισµού από την Αίγυπτο. Θετικό είναι το γεγονός ότι οι τιµές του χυµού πορτοκαλιού στην Ελλάδα αυξήθηκαν από 8 λεπτά το κιλό πέρυσι στα 22 λεπτά φέτος».
Η αγορά ζητάει περισσότερες µεγαλόκαρπες ποικιλίες και υψηλότερη διατηρησιµότητα. Το πρόβληµα µε την ελληνική παραγωγή έγινε πασιφανές τον ∆εκέµβριο του 2022, όταν η ζέστη που επικρατούσε υποβάθµισε σηµαντικά τις κληµεντίνες και οδήγησε τον κλάδο σε αναζήτηση κονδυλίων για de minimis. Με βάση τα κλιµατικά µοντέλα, το σκηνικό του ήπιου χειµώνα θα αποτελέσει τη νόρµα για τη χώρα µας τα επόµενα χρόνια, καθιστώντας τη στροφή σε ποικιλίες µε πιο χοντρή φλούδα και µεγαλύτερο µέγεθος µονόδροµο.
Κάποια βήµατα έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Στην Αιτωλοακαρνανία για παράδειγµα έχουν γίνει αρκετές φυτεύσεις τα τελευταία χρόνια µε πιο όψιµες ποικιλίες όπως τα Λάνε Λέιτ. Βέβαια το ουσιαστικό ζητούµενο είναι να στραφούν ακόµα περισσότεροι παραγωγοί σε ποικιλίες άσπερµες, µε µεγάλη ανθεκτικότητα στις καταπονήσεις.