Ενδεικτικό της πολύ δύσκολης κατάστασης που έχει διαµορφωθεί είναι το γεγονός ότι ούτε καν τα συµπύρηνα ροδάκινα από τα ηµιορεινά και ορεινά χωριά της Κεντρικής και της ∆υτικής Μακεδονίας, εξαιρούνται φέτος από την πολιτική της µεταποιητικής βιοµηχανίας για το προϊόν, σε αντίθεση µε ό,τι συνέβη πέρυσι, αλλά και πιο παλιά.
Πρακτικά αυτό µεταφράζεται πως για τις όψιµες ποικιλίες από κτήµατα ανατολικά και δυτικά της λεκάνης της Βεγορίτιδας, σε χωριά των νοµών Πέλλας και Φλώρινας, για παράδειγµα, όχι µόνο δεν θα δοθεί, κατά τι, υψηλότερη τιµή, σε σύγκριση µε εκείνα του κάµπου, όπως συνηθιζόταν τα τελευταία πολλά χρόνια, αλλά ακολουθούνται χωρίς παρέκκλιση και τα υπόλοιπα «µέτρα» που εφαρµόστηκαν στα πεδινά.
Η δυσαρέσκεια τις τάξεις των παραγωγών για τις τακτικές του «σταµάτα – ξεκίνα» στις παραλαβές προϊόντος, για το εφεύρηµα του «κλαρίσιου χυµού», που θεωρητικά δεν θα ίσχυε φέτος, αλλά έχει επιβληθεί κατά κόρον και χωρίς εξαιρέσεις και την πίεση στις τιµές, µε την «καραµέλα» της µεγάλης παραγωγής, που θα αυξήσει έµµεσα το εισόδηµα, δεν λέει να καταλαγιάσει και µετά τα πεδινά είναι διάχυτη και στα ορεινά χωριά. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, όπως τονίζουν οι παραγωγοί, προβάλλει αδήριτη η ανάγκη για στήριξη τους, για να βγάλουν τη χρονιά, η οποία θα έχει εφιαλτικά ζηµιογόνο οικονοµικό αποτέλεσµα και να µπορέσουν να ξανακαλλιεργήσουν του χρόνου.
«Η κατάσταση είναι τραγική. Η συγκοµιδή θαρρείς και γίνεται µε δελτίο συσσιτίου. Μη µαζεύετε σήµερα, αύριο πάρτε 10 bins και συγκοµίστε µέχρι τη µία το µεσηµέρι. Αυτά τα ροδάκινα δεν είναι στην πρώτη ποιοτική κατηγορία και θα πάνε για κλαρίσια, είναι κάποιες από τις εντολές που δεχόµαστε. Γενικά ένα οργανωτικό χάος. Όµως όλα αυτά έχουν ως συνέπεια να χαθεί ολοκληρωτικά, είτε να υποβαθµιστεί ένα µεγάλο µέρος της παραγωγής, προκαλώντας σηµαντικό πλήγµα στο εισόδηµά µας», λέει στην Agrenda o Νίκος Θεοδώρου, πρόεδρος του υπό σύσταση Αγροτικού Συλλόγου Βεγορίτιδας.
Κατά τον συνοµιλητή µας υπό αυτές τις συνθήκες ο κόσµος στα χωριά γύρω από τη λίµνη Βεγορίτιδα, έχει περιέλθει σε απόγνωση, καθώς µε το µισό σχεδόν της συγκοµιδής να έχει πλέον ολοκληρωθεί, σε πολλές περιπτώσεις έχει χαθεί σχεδόν το 40% έως και 50% της παραγωγής. «Τελειώνουµε την Andros και από την επόµενη εβδοµάδα θα µπούµε στην Evert και σε κάποιες άλλες όψιµες ποικιλίες και ακόµη δεν έχουµε σαφή εικόνα για το ποια θα είναι η τιµή, µε την οποία θα πληρωθεί το προϊόν, αφού εκτός από αυτά που χάνουµε γιατί δεν µπορέσαµε να τα συγκοµίσουµε, ένα σηµαντικό µέρος της παραγωγής µας αν και πρώτης κατηγορίας, βαφτίζεται κλαρίσιο. Πέρυσι για παράδειγµα τα 120 γραµµάρια τα έπαιρναν ως πρώτης κατηγορίας και φέτος το λογίζουν για δεύτερη. Όλα γίνονται για να κατεβάσουν την τιµή του προϊόντος, τη στιγµή που τα πάντα έχουν αυξηθεί, από τις εισροές µέχρι και τα εργατικά.», τόνισε ο κ. Θεοδώρου.
Σε απόγνωση οι παραγωγοί στο Αµύνταιο
Με µελανά χρώµατα παρουσιάζει την κατάσταση στα ορεινά της ευρύτερης περιοχής του Αµυνταίου, σε σχέση µε την απορρόφηση και την τιµή στο συµπύρηνο ροδάκινο και ο παραγωγός Γιάννης Αϊβαζίδης, πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισµού – Ένωση Παραγωγών Βεγόρας. «Ως οργάνωση κανονικά θα έπρεπε να έχουµε συγκοµίσει, µέχρι τώρα, περί τους 2.000 τόνους προϊόντος. Αλλά µε τη βιοµηχανία να µας ζητά πότε να µαζέψουµε και πότε να περιµένουµε µια – δυο ηµέρες, ή να µας λέει φέρτε 6 αντί για 10 φορτηγά, έχουµε περιοριστεί στους 1.300 τόνους. Μάλιστα από αυτές τις ποσότητες το 70% θεωρείται πρώτης κατηγορίας και το υπόλοιπο 30% κλαρίσιο. Η ζηµιά είναι µεγάλη, καθώς αφενός χάθηκε οριστικά ένα κοµµάτι της παραγωγής, που δεν συγκοµίστηκε έγκαιρα, ίσως και πάνω από δύο τόνους ανά στρέµµατα κι αφετέρου κατεβαίνει και η µέση τιµή καθώς ακούγεται πως η πρώτη κατηγορία θα πληρωθεί στα 33 λεπτά το κιλό, που σηµαίνει 30 στο χέρι του παραγωγού, ενώ εκείνα που πάνε για κλαρίσιο χυµό λέγεται πως θα είναι στα 20 λεπτά το κιλό, που σηµαίνει στα 17 λεπτά για τον παραγωγό. Αν κάνεις τον υπολογισµό η καθαρή τιµή παραγωγού κάθεται στα 25 λεπτά το κιλό, όταν το κοστολόγιο για τις φροντίδες της καλλιέργειας είναι στα 27 λεπτά το κιλό», εξηγεί ο κ. Αϊβαζίδης για να προσθέσει «να δοθεί µια οικονοµική ενίσχυση από το κράτος, τουλάχιστον 500 ευρώ το στρέµµα, καθώς το κόστος παραγωγής είναι στα 950-1.000 ευρώ/στρµ.».