Από την έκθεση προκύπτει ότι οι τιμές που πέτυχαν οι τοπικοί παραγωγοί μήλων στις ευρωπαϊκές αγορές κατά τη διάρκεια του Ιουνίου όχι μόνο υπερέβησαν κατά πολύ εκείνες που καταγράφηκαν κατά την ίδια περίοδο πέρυσι, αλλά ξεπέρασαν και τον μέσο όρο των προηγούμενων πέντε ετών. Η ίδια τάση παρατηρήθηκε και στα εισαγόμενα μήλα, με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση των αγορών από εξωκοινοτικές χώρες.
«Αυτή η ασυνήθιστη κατάσταση οφείλεται σε δύο βασικούς παράγοντες: τη χαμηλή παραγωγή μήλων στην Ευρώπη και τη ζήτηση που, έστω και σταδιακά, έχει αρχίσει να ανακάμπτει», αναφέρεται στην έκθεση.
Ο πρώτος καθοριστικός παράγοντας ήταν η σημαντική πτώση των επιπέδων παραγωγής σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Η προηγούμενη καλλιεργητική περίοδος φρούτων χαρακτηρίστηκε από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, προβλήματα υγείας των φυτών στις εκμεταλλεύσεις και χαμηλότερες αποδόσεις τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα. Αυτός ο αρνητικός συνδυασμός είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση των αποθεμάτων που είχαν συσσωρευτεί κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, γεγονός που άσκησε πίεση στα επίπεδα προσφοράς της τοπικής αγοράς.
Η έλλειψη φρούτων ανάγκασε τους ευρωπαίους επιχειρηματίες να στραφούν στη διεθνή αγορά. Σύμφωνα με την έκθεση, οι εισαγωγές μήλων κατά τη διάρκεια της περιόδου 2024/25 (από τον Αύγουστο 2024 έως τον Ιούνιο 2025) ανήλθαν συνολικά σε 238.000 τόνους. Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει ετήσια αύξηση 13%. Ωστόσο, σε σύγκριση με τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε εκστρατειών, σημειώνεται μείωση 9%, γεγονός που αντικατοπτρίζει την αστάθεια της αγοράς και την πολυπλοκότητα της τρέχουσας κατάστασης.
Η Χιλή καθιερώθηκε ως ο σημαντικότερος προμηθευτής της ΕΕ αυτή τη σεζόν, με όγκο άνω των 58.100 τόνων. Η Νότια Αφρική κατέλαβε τη δεύτερη θέση με αποστολές όγκου 36.800 τόνων.
Αντίθετα, η Αργεντινή δεν κατάφερε να εμφανιστεί μεταξύ των κύριων προμηθευτών της ευρωπαϊκής αγοράς, αντανακλώντας την απώλεια ανταγωνιστικότητας της χώρας, τα υψηλότερα κόστη, την έλλειψη νέων ποικιλιών, τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τα εσωτερικά προβλήματα παραγωγής. Ως αποτέλεσμα, τα μήλα της Αργεντινής έχουν χάσει έδαφος στις ευρωπαϊκές αγορές, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους περιφερειακούς ανταγωνιστές τους.
Σύμφωνα με την έκθεση, η τιμή που καταβλήθηκε για τα εισαγόμενα μήλα κατά τη διάρκεια του Ιουνίου 2025 έφτασε τα 1,32 ευρώ ανά κιλό, αντανακλώντας μια μηνιαία πτώση περίπου 20%. Αν και αυτό αντιπροσωπεύει μια πτώση σε σύγκριση με τα 1,63 ευρώ που καταγράφηκαν τον Μάιο (η υψηλότερη τιμή των τελευταίων 20 ετών), εξακολουθεί να είναι μια υψηλή τιμή σε σύγκριση με τον ιστορικό μέσο όρο.
Εξετάζοντας τις τάσεις των τιμών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, είναι αξιοσημείωτο ότι κάθε μήνας του 2025, εκτός από τον Ιούνιο, κατέγραψε τιμές υψηλότερες τόσο από αυτές του 2024 όσο και από τον μέσο όρο των πέντε προηγούμενων ετών.