Eπιμέλεια: Γιάννης Ρούπας
Έτσι, µετά την Πιερία που φαίνεται να είναι αυτή που κράτησε ζωντανή την καλλιέργεια των ακτινιδίων στην Ελλάδα και την περιοχή του Νέστου (Καβάλα – Ξάνθη) που κινήθηκε δραστήρια, ειδικά στη δεύτερη φάση ανάπτυξης της καλλιέργειας ακτινιδίων στην Ελλάδα, σήµερα τον τόνο των εξελίξεων φαίνεται να δίνει η ∆υτική Ελλάδα (από το Μεσολόγγι µέχρι την Άρτα), ενώ ενδιαφέρουσα είναι η κινητικότητα που καταγράφεται και στο ∆έλτα του Πηνειού, µετά την Κοιλάδα των Τεµπών στα Βόρεια του νοµού Λάρισας.
Ξεφυλλίστε και κατεβάστε σε υψηλή ανάλυση το τεύχος 36 του Fresher
Το στραβοπάτηµα των Ιταλών, λόγω της ασθένειας Moria, κατά την τελευταία 12ετία, φαίνεται πως έδωσε µια πραγµατική ευκαιρία στα ελληνικά ακτινίδια να βρουν θέση στις διεθνείς αγορές και να προσελκύσουν νέο αίµα στην καλλιέργεια. Βεβαίως, όπως µε κάθε εγχείρηµα στην πρωτογενή παραγωγή και ακόµα περισσότερο στις πολυετείς καλλιέργειες, χρειάζεται µεγάλη προσοχή. Εκτός από τις οικονοµικές αποδόσεις µε βάση τη σηµερινή εικόνα αγοράς του προϊόντος, οι καλλιεργητές οφείλουν να εξετάζουν ενδελεχώς, τα πιστοποιητικά φυτοϋγείας του πολλαπλασιαστικού υλικού, τις καταναλωτικές τάσεις, τις εξελίξεις σε επίπεδο ποικιλιών, τα εδαφολογικά χαρακτηριστικά και το µικροκλίµα της κάθε περιοχής. Στην Καβάλα, για παράδειγµα, οι ειδικοί εκτιµούν ότι δεν µπορεί να υποστηριχθεί καλλιεργητικά µε επιτυχία το κόκκινο ακτινίδιο, σε αντίθεση µε την περιοχή του Αγρινίου, όπου τα αποτελέσµατα δείχνουν να είναι θεαµατικά.
Μ’ αυτή την έννοια, η τιµή διάθεσης του προϊόντος στις διεθνείς αγορές δεν µπορεί να είναι το µοναδικό κριτήριο για την επιλογή µιας ποικιλίας. Απαιτείται βαθύτερη έρευνα, στενή συνεργασία µε τους κατόχους της ποικιλίας (δικαιώµατα χρήσης) και φυσικά οµαδικό πνεύµα που θα δίνει λύσεις σε θέµατα καλλιεργητικής φροντίδας και δικτύωσης για τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά.
Με κίτρινο ακτινίδιο στην αγορά η Ζευς
Tην εµπορική διάθεση των δύο ποικιλιών κίτρινου ακτινιδίου «Kikoka», οι οποίες είναι ανθεκτικές στις καιρικές συνθήκες, καθότι δεν απαιτούν µεγάλη συγκέντρωση ωρών ψύχους, ξεκίνησε φέτος η Ζευς Ακτινίδια. Όπως αναφέρει ο γενικός διευθυντής της Ζευς, Ζήσης Μανώσης, «πρόκειται για δύο ποικιλίες, η µία πρώιµη µε δυνατότητα παραµονής σε ψυκτικούς θαλάµους για 90 ηµέρες, η οποία συγκοµίζεται στα µέσα Σεπτεµβρίου, και η δεύτερη πιο όψιµη µε δυνατότητα συντήρησης στα ψυγεία για πέντε µήνες, η οποία συγκοµίζεται ένα µήνα αργότερα». Πρόκειται για την αρχή του εγχειρήµατος καθότι τα δικαιώµατα αυτών των ποικιλιών ανήκουν στην New Kiwi Plant, η οποία το 2008 συνήψε συνεργασία µε το Πανεπιστήµιο του Ούντινε για να ξεκινήσει έρευνα γι’ αυτές. Σηµειώνεται ότι µέτοχος της New Kiwi Plant είναι και η Ζευς, ενώ η Rivoira έχει αναλάβει την εµπορική διάθεση των ποικιλιών παγκοσµίως και σε αποκλειστικότητα. «Οι τιµές διάθεσης στην αγορά είναι διπλάσιες από το πράσινο, καθώς ανέρχονται σε 3,50-3,80 ευρώ το κιλό», εξηγεί ο κ. Μανώσης. Ως προς την πρόοδο της καλλιέργειας των κίτρινων ποικιλιών έχουν φυτευτεί από τη Ζευς έως και πέρυσι 360 στρέµµατα από τα 3.100 στρέµµατα που διατηρεί συνολικά στα ακτινίδια. Το πλάνο είναι έως και το 2033 να φτάσει τα 1.500 στρέµµατα και από τις δύο ποικιλίες µε την εταιρεία να καλεί όσους παραγωγούς ενδιαφέρονται για την καλλιέργεια να επικοινωνήσουν µαζί της. Σηµειώνεται ότι η Ζευς συµµετέχει σε ένα κοινό club παραγωγών από χώρες του κόσµου, όπου στόχος είναι να διαθέτουν όλοι πέρα από κοινό brand, κοινά πρωτόκολλα παραγωγής και να προσφέρεται το προϊόν για όλο το χρόνο.
H Cool Kiwi προσεγγίζει τον ΑΣ Εκµεταλλεύσεως Ακτινιδίων Άρτας
Παραγωγική παρουσία στην Ελλάδα, µε έµφαση στα κίτρινα ακτινίδια, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασµού, µε παγκόσµια εµβέλεια, που αποσκοπεί στο να δηµιουργήσει το «αντίπαλον δέος» της νεοζηλανδικής «Zespri», φέρεται να δροµολογεί η ισπανική «Cool Kiwi».
Ζήσης Μανώσης, γενικός διευθυντής της Ζευς
Για την υλοποίηση των σχεδίων τους στη χώρα µας, οι Ίβηρες από ό,τι φαίνεται έχουν επιλέξει το µοντέλο της εξαγοράς υφιστάµενου παίκτη, καθώς οι πληροφορίες αναφέρουν πως ήδη έχει προσεγγίσει, ως πρώτο στόχο, τον ΑΣ Εκµεταλλεύσεως Ακτινιδίων Άρτας.
Τα υψηλά brix και το χρώμα ελκύουν τους καταναλωτές στο κιτρινόσαρκο ακτινίδιο.
Οι διαπραγµατεύσεις είναι προχωρηµένες σε µεγάλο βαθµό, σε σηµείο ώστε να έχουν ανταλλαχθεί και σχέδια συµφωνητικών για την εξαγορά, µε το τίµηµα για τις εγκαταστάσεις της οργάνωσης, κατά τις ίδιες πηγές, να έχει προσδιοριστεί στα 2,3 εκατ. ευρώ, αλλά η τελική συµφωνία, για την ώρα, να «σκοντάφτει» σε κάποιους από τους όρους για τον τρόπο µε τον οποίο θα κυλήσει µετέπειτα η συνεργασία των δύο πλευρών.
Στην Καβάλα 500 στρέµµατα Soreli
∆ιαφοροποίηση που θα φέρει όλες τις νέες τάσεις σε διεθνές επίπεδο στη δική µας αγορά επιχειρεί η ΕΑΣ Καβάλας, η οποία τρέχει ένα πλάνο εγκατάστασης 500 στρεµµάτων στα κίτρινα ακτινίδια ποικιλίας Soreli, επιδοτώντας και παροτρύνοντας τους παραγωγούς να στραφούν αποφασιστικά προς τα κει, ακούγοντας την τάση της αγοράς. Το κιτρινόσαρκο ακτινίδιο εδώ και µια πενταετία κερδίζει σε ετήσια βάση µερίδιο από τη διεθνή αγορά, όπως εξηγεί στo Fresher ο γενικός διευθυντής της ΕΑΣ Καβάλας, Κλεαρχος Σαραντίδης. Για την ώρα, στο κάλεσµα της Ένωσης έχουν ανταποκριθεί τρεις δραστήριοι παραγωγοί, εγκαθιστώντας 100 περίπου στρέµµατα Soreli, αν και αναµένεται σύντοµα να ακολουθήσουν κι άλλοι.
Κλέαρχος Σαραντίδης, γενικός διευθυντής της ΕΑΣ Καβάλας
Η προτίµηση από παιδιά και γυναίκες για τα κίτρινα ακτινίδια έχει καταγραφεί από το 2019-20, καθώς τα υψηλά brix και το κίτρινο χρώµα ελκύουν τις προαναφερόµενες κατηγορίες καταναλωτών, οι οποίες είναι επίσης διατεθειµένες να το πληρώσουν και καλύτερα στο ράφι συγκριτικά µε το συµβατικό πράσινο.
Νέος Συνεταιρισµός στο Αγρίνιο
Νέο συνεταιρισµό, µε το όνοµα Αγροτικός Συνεταιρισµός Παραγωγής Ακτινιδίων Αγρινίου, συνέστησαν το περσινό καλοκαίρι ο πρόεδρος της ΕΑΣ Αγρινίου, Θωµάς Κουτσουπιάς, ο πρώην διευθυντής Αγορών της ΑΒ Βασιλόπουλος, ∆ηµήτρης Πρίντζιος, κι ο Αυστραλός παραγωγός µε τεχνογνωσία στο κίτρινο και κόκκινο ακτινίδιο, µε την ονοµασία Kάλουµ Κέιλ, καθώς και παραγωγοί της περιοχής. Σκοπός η φύτευση συνολικά 1.000 στρεµµάτων µε κόκκινο και κίτρινο ακτινίδιο της Jingold τα επόµενα τέσσερα χρόνια, µε την πλήρη παραγωγή να βγαίνει το 2031 στην αγορά και τη διαλογή και τυποποίηση να πραγµατοποιούνται στο εργοστάσιο της Alfa Greek Fruits, εταιρείας συµφερόντων της ΕΑΣ Αγρινίου. Σηµειώνεται ότι ήδη ο Θωµάς Κουτσουπιάς διατηρεί περί τα 1.500 στρέµµατα για την καλλιέργεια ακτινιδίων, εκ των οποίων ήδη διατίθενται ποσότητες κόκκινου και κίτρινου ακτινιδίου στην αγορά, ενώ επιπλέον ποσότητες θα διατίθενται το επόµενο διάστηµα µε την ωρίµανση και ανάπτυξη των δέντρων.
Στην ελλαδα 2.100 στρεµµατα µε κιτρινα jingold
Η Jingold, κορυφαία ιταλική εταιρεία στην παραγωγή και εµπορία ακτινιδίων εξαιρετικής ποιότητας, έχει παρουσία στην Ελλάδα από το 2021 µε τη θυγατρική της, µε εξειδικευµένο προσωπικό για τεχνική βοήθεια και ποιοτικό έλεγχο. Στη Ελλάδα, ο Όµιλος έχει ήδη φυτείες περίπου 210 εκταρίων και συνεργάζεται µε πέντε τοπικές εταιρείες-ανάδοχους: Στόχος σε αυτή τη στρατηγική περιοχή της Μεσογείου είναι η προµήθεια επώνυµου πράσινου ακτινιδίου Jingold για ευρωπαϊκές και ξένες αγορές και η παραγωγή των καινοτόµων κιτρινόσαρκων και κοκκινόσαρκων ποικιλιών της. Ιδιαίτερα κατάλληλη για την παραγωγή πράσινου ακτινιδίου, η Ελλάδα αποδεικνύεται στην πραγµατικότητα στρατηγική περιοχή για την ανάπτυξη των ποικιλιών Jintao & Jinyan της Jingold. Η χρονιά που πέρασε, σηµατοδοτεί την πρώτη συγκοµιδή των κιτρινόσαρκων ποικιλιών στην Ελλάδα και οδήγησε σε εξαιρετικά εµπορικά αποτελέσµατα. «Τα πρώτα περιβόλια που φυτεύτηκαν το 2021-22 έδωσαν τους πρώτους καρπούς» λέει ο γενικός διευθυντής της Jingold Greece, Κωνσταντίνος Χονδρούδης. «Πρόσφατα έχουµε αυξήσει τον στόχο καλλιεργειών µε κίτρινο ακτινίδιο για το Βόρειο ηµισφαίριο, από 2.150 σε 3.000 εκτάρια και η Ελλάδα από αυτή την άποψη είναι ένας σηµαντικός εταίρος για την ανάπτυξη».
Ζωηρό εμπορικό ενδιαφέρον για το πράσινο με τη συγκομιδή ακομή να αργεί
του Λεωνίδα Λιάμη
Ανοδική τάση στη νέα εµπορική σεζόν φαίνεται να διαµορφώνουν οι συνθήκες τόσο καλλιεργητικά, όσο και εµπορικά, για τον «πράσινο» ελληνικό χρυσό, όπως έχει αρχίσει να αποκαλείται πλέον το ακτινίδιο, λόγω της διαρκώς αυξανόµενης βαρύτητας που έχει στον πρωτογενή τοµέα και στο εξαγωγικό «µπουκέτο» τροφίµων. Μετά την ιδιαίτερα ικανοποιητική σεζόν του 2023 – 2024 το ελληνικό ακτινίδιο κοιτάει ψηλότερα, αντιµετωπίζοντας όµως ξανά τον κίνδυνο της δυσφήµισης από τις παράνοµες κοπές.
«Η Χιλή δεν µπόρεσε να στείλει ακτινίδια στην ευρωπαϊκή αγορά λόγω αυξηµένου µεταφορικού κόστους, τα νεοζηλανδέζικα έχουν αρχίσει να τελειώνουν, τα δικά µας φαίνεται πως θα είναι λιγότερα από πέρυσι και την ίδια στιγµή το εµπόριο δείχνει ήδη ζωηρό ενδιαφέρον, µολονότι είµαστε ακόµη µακριά από την έναρξη της συγκοµιδής. Υπό αυτό το πρίσµα ευελπιστώ ότι θα πάµε σε µια καλή χρονιά από άποψη τιµών, ίσως καλύτερη και από την εξαιρετική περσινή, κατά την οποία για τα µέλη µας το στήσιµο ήρθε στα 95 λεπτά το κιλό, παραδοτέα», εξηγεί ο Στέλιος Μερµελέγκας, πρόεδρος της ΟΠ Ακτινιδίου, που διατηρεί η ΕΑΣ Καβάλας στην ευρύτερη περιοχή της Χρυσούπολης.
Ο επικεφαλής της δραστήριας Οργάνωσης που καλλιεργεί 3.500 στρέµµατα, στην πεδιάδα του Νέστου, εκτίµησε πως η παραγωγή, τουλάχιστον τοπικά, αναµένεται αισθητά µικρότερη, σε σχέση µε µια κανονική χρονιά. «Ζούµε µια περίεργη κατάσταση φέτος. Στο ξεκίνηµα της χρονιάς, λόγω του ήπιου χειµώνα και της έλλειψης ωρών ψύχους, υπήρξε ακαρπία σε ένα ποσοστό, ενώ κατόπιν είχαµε έναν δυνατό αέρα στην πρώτη έκπτυξη των οφθαλµών κι έναν εξίσου ισχυρό δεύτερο, για πολλές ηµέρες, ένα µήνα µετά, όταν είχαν σχηµατιστεί καρποί, µε συνέπεια κάποια φρούτα να τριφτούν και να εµφανίσουν εγκαύµατα και ταυτόχρονα να σπάσουν και κλαδιά. Αν προστεθεί η ζηµιά που προκάλεσαν αυτοί οι παράγοντες, οδηγούµαστε στην πρόβλεψη πως η απώλεια, ως προς τις αποδόσεις των κτηµάτων, θα κυµανθεί φέτος στο περίπου 30%-40%», τονίζει ο κ. Μερµελέγκας.
Η επικεφαλής γεωπόνος της ΕΑΣ Καβάλας, Αριστέα Νικάκη
Όσοι είχαν τη δυνατότητα να ποτίσουν στην περιοχή της Μελίκης, στην Ηµαθία, προσβλέπουν φέτος σε καλή στρεµµατική απόδοση. «Το 80% των κτηµάτων ποτίστηκαν και είναι φορτωµένα, αλλά υπάρχει και ένα 20% που είναι προβληµατικό. Όσοι δεν µπόρεσαν να αρδεύσουν έχουν µικροκαρπία», εξηγεί ο παραγωγός Γιώργος Καραγκιοζόπουλος και δεν κρύβει ότι η καλλιέργεια του ακτινιδίου είναι η µόνη πλέον που στηρίζει το εισόδηµα των παραγωγών της περιοχής και για αυτό το λόγο, χρόνο µε το χρόνο, µπαίνουν τοπικά νέες φυτείες.
Προσδοκίες για καλύτερες τιµές
Μειωµένη παραγωγή φέτος αναµένεται και στην περιοχή της Πιερίας. «Τα δέντρα κάθε άλλο παρά φορτωµένα είναι. Η ακαρπία εξαιτίας της έλλειψης ωρών ψύχους, το χαλάζι µε έντονη ανεµοθύελλα, που µας έπληξε στις αρχές της άνοιξης (σ. σ. 4/3/2024), και η παρατεταµένη, για 90 ηµέρες, ανοµβρία, έχουν επηρεάσει τα δέντρα», περιγράφει ο Ηλίας Γκρίνιας, πρόεδρος του Α.Σ. ΠΕΣΚΟ Κονταριώτισσας και Αγ. Σπυρίδωνα, προσθέτοντας πως «υπολογίζουµε πως οι αποδόσεις θα κυµανθούν φέτος στους 2 τόνους το στρέµµα, όταν σε µια κανονική χρονιά πιάνουµε γύρω τους 4-5 τόνους».
Και για τα φρούτα που σώθηκαν, πάντως, χρειάστηκε µεγάλος αγώνας από τους παραγωγούς, ο οποίος στοίχισε κι ακριβά, καθώς χρειάστηκε να ναυλωθούν ακόµη και ιδιωτικές ποµόνες προκειµένου να αρδευτούν τα διψασµένα κτήµατα ανεβάζοντας σηµαντικά το κόστος καλλιέργειας.
Ως προς τις εµπορικές προοπτικές του προϊόντος, ο κ. Γκρίνιας αναφέρει πως διαγράφονται θετικές. «Υπάρχουν ήδη οχλήσεις από το εµπόριο σε παραγωγούς και οργανώσεις, γεγονός που δηµιουργεί προσδοκίες πως ίσως να έχουµε ακόµη καλύτερες τιµές από πέρσι, όταν η µέση τιµή για τα µέλη µας διαµορφώθηκε περίπου στα 0,88 ευρώ το κιλό», τονίζει.
Μισές ώρες ψύχους στην Άρτα
Καλύτερα από την περσινή χρονιά, αλλά και πάλι κάτω από τα standards του νοµού, παρουσιάζεται φέτος η εικόνα των κτηµάτων στην περιοχή της Άρτας κι ο «ένοχος», εν προκειµένω, φαίνεται πως είναι ο ήπιος χειµώνας.
«Αντί για 800 ώρες ψύχους, καταγράφηκαν περίπου οι µισές, το πολύ και τα δέντρα δεν ξεκουράστηκαν. Έτσι, ενώ κανονικά τα κτήµατα µας δίνουν µια µέση απόδοση κοντά στους 4 τόνους ανά στρέµµα, φέτος πάµε για 2 -2,2 τόνους, µε πολύ κόπο και τουλάχιστον 20% περισσότερο νερό, διότι είχαµε και την ανοµβρία µε τις ιδιαίτερα υψηλές θερµοκρασίες το καλοκαίρι, γεγονός που ανέβασε και το κόστος παραγωγής», εξηγεί ο Άγγελος Ξυλογιάννης, από τον τοπικό Αγροτικό Συνεταιρισµό Άρτας.
Ο έµπειρος συνεταιριστής δεν κρύβει επίσης την ανησυχία του και τον κίνδυνο απώλειας της καλής φήµη του προϊόντος στις διεθνείς αγορές, από τις παραβατικές και κοντόφθαλµες συµπεριφορές παραγωγών και εµπόρων που σπεύδουν να κόψουν άγουρα ακτινίδια, υπονοµεύοντας τη µακροπρόθεσµη βιωσιµότητα του κλάδου.